KierkegardHeader

 

Ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς ἀποτυχίας πρέπει νὰ περάσωμε στὴν ἰδέα τῆς ὑπέρβασης. Ἡ ἀποτυχία μας ἀποτελεῖ σημάδι ὅτι ὑπάρχει ὑπέρβαση. Τὸ ὅτι ἡ ὑπόσταση στρέφεται πάντοτε πρὸς τὸ Εἶναι, ἀποτελεῖ αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς τῆς ὑπερβατικότητάς της. Καὶ ὁ Γιάσπερς σημειώνει δικαιολογημένα, πὼς οἱ φιλοσοφίες τῆς ὑποστάσεως δὲν συνιστοῦν αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει ἀπολυτοποίηση τῆς ὑποστάσεως. Ὁ ὑλισμὸς ἀποτελεῖ ἀπολυτοποίηση τῆς ὕλης, καθὼς τοῦτος ἀνάγει τὸ πᾶν στὴν ὕλη. Ὁ ἰδεαλισμὸς ἀποτελεῖ ἀπολυτοποίηση τοῦ πνεύματος, καθὼς τοῦτος ἀνάγει τὸ πᾶν στὸ πνεῦμα. Ἀλλὰ οἱ φιλοσοφίες τῆς ὑποστάσεως δὲν ἀνάγουν τὸ πᾶν στὴν ὑπόσταση, διότι ἡ ὑπόσταση ὀφείλει πάντοτε νὰ ὁρίζεται σὲ σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρᾶγμα, διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτήν, σὲ σχέση μὲ τὴν ὑπέρβαση.

Εἴδαμε πὼς κατὰ τὸν Κίρκεγκωρ ἡ ὑποκειμενικότητα ὀξύνεται καὶ ἐντείνεται στὴ σχέση της μὲ ἕναν ὅρο διαφορετικὸν ἀπὸ αὐτήν. Βεβαίως ὁ ὑποκειμενικὸς διανοητὴς συγκεντρώνεται ἐπάνω στὴ σκέψη του, ἀλλὰ μέσα σ' αὐτὴ τὴ συγκέντρωση προσπαθεῖ νὰ φθάση τὸ ἀπόλυτο Ἄλλο. Ἡ ὑποκειμενικότητα στὸ ἔσχατό της σημεῖο κάνει νὰ γεννηθῆ ἡ ἀντικειμενικότητα. Ὅταν ἐντείνω τὴν ὕπαρξή μου ὣς τὸ ἔσχατο σημεῖο, καὶ μόνον μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, ἐμφανίζεται τὸ Εἶναι. Καὶ αὐτὴ ἡ σχέση μου μὲ τὸ Εἶναι κάνει τὴν ἐπαφή μου νὰ τελῆ ὑπὸ ἔνταση.

Προφανῶς ἡ ἰδέα τῆς ὑπέρβασης δὲν ἔχει τὴν ἴδια σημασία στὸν Κίρκεγκωρ καὶ σ' ὅλες τὶς ὄψεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ Χάϊντεγκερ. Καὶ θὰ μπορέσωμε νὰ δοῦμε πὼς στὸν Γιάσπερς βρίσκομε σημασίες τῆς λέξης ὑπέρβαση ποὺ ἐνίοτε εἶναι συγγενικὲς πρὸς αὐτὲς τοῦ Κίρκεγκωρ, ἄλλοτε δὲ εἶναι συγγενικὲς πρὸς αὐτὲς τοῦ Χάϊντεγκερ.

Ἀλλὰ γιὰ νὰ κατανοήσωμε τὴ θέση τῆς ἰδέας τῆς ὑπέρβασης μέσα στὶς φιλοσοφίες τῆς ὑποστάσεως, πρέπει νὰ ξεκινήσωμε ἀπὸ τρεῖς φιλοσόφους, ταυτοχρόνως: ἀπὸ τὸν Κίρκεγκωρ, ὅπως μόνος τὸ κάναμε, ἀπὸ τὸν Χοῦσσερλ καὶ ἀπὸ τὸν Κάντ.

Στὸν Χοῦσσερλ ὑπάρχει ἡ βεβαίωση πὼς ἡ σκέψη κατευθύνεται πάντοτε πρὸς κάτι ἄλλο διαφορετικὸ ἀπ' αὐτήν. Καὶ ὁ Χάϊντεγκερ λέγει πὼς τούτη ἡ ἰδέα τῆς ἀναφορικότητας, ὅπως ἐμφανίζεται στὸν Χοῦσσερλ, θεμελιώνεται σὲ μιὰ ἰδέα ποὺ βαθύτερη ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς ἀναφορικότητας, καὶ εἶναι αὐτὴ τούτη ἡ ἰδέα τῆς ὑπέρβασης.

Στὸ βιβλίο του γιὰ τὸν Κάντ, ὁ Χάϊντεγκερ ἀναπτύσσει τὴν ἰδέα πὼς δὲν μποροῦμε ἀληθινὰ νὰ καταλάβωμε αὐτὸ ποὺ ὁ Κάντ ὀνομάζει ὑπερβατικό, παρὰ ἂν τὸ δοῦμε στὸ ὑπερβατικὸ ἕναν δρόμο πρὸς τὸ ὀντολογικό, καὶ πὼς ὁ Κάντ, παρὰ τὰ φαινόμενα, δὲν εἶναι ἕνας θεωρητικὸς τῆς γνώσης, ἀλλὰ ἕνας θεωρητικὸς τοῦ Εἶναι.

Ἰδοὺ λοιπὸν οἱ τρεῖς ἱστορικὲς πηγὲς τοῦ ρόλου τῆς ἰδέας τῆς ὑπέρβασης, στοὺς φιλοσόφους τῆς ὑποστάσεως.

Τί ὀνομάζει ὁ Γιάσπερς ὑπέρβαση; Ἐδῶ πρέπει νὰ διακρίνωμε δύο σημασίες. Ὑπάρχει ἡ ὑπέρβαση ὡς περιοχὴ τοῦ Εἶναι – καὶ συναντᾶμε ἐδῶ κάτι ἀνάλογο πρὸς τὸ ἀπόλυτο Ἄλλο τοῦ Κίρκεγκωρ – ὑπάρχει καὶ ἡ κίνηση τῆς ὑπέρβασης ποὺ πραγματοποιοῦμε· καὶ ἐδῶ συναντᾶμε μιὰ σημασία τῆς λέξης ἀνάλογη πρὸς αὐτὴ ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε ἀπὸ τὸν Χάϊντεγκερ καὶ σχεδὸν πάντοτε ἀπὸ τὸν Σάρτρ. Κατ' ἀρχὴν θὰ μελετήσωμε τὴν ὑπέρβαση ὡς περιοχὴ τοῦ Εἶναι, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀντικείμενο τοῦ τρίτου τόμου τῆς “Φιλοσοφίας” τοῦ Γιάσπερς, αὐτοῦ ποὺ ἀκριβῶς φέρει τὸν τίτλο “Ὑπέρβαση”.

Πέρα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς ἐπιστήμης καὶ πέρα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς ὑποστάσεως ὑπάρχει αὐτὸ ποὺ ὁ Γιάσπερς ὀνομάζει ὑπέρβαση. Τὸ ὅτι ἡ ὑπέρβαση ὑπάρχει ἐκεῖθεν τῆς περιοχῆς τῆς ἐπιστήμης, ὅπως τοῦτος τὴν ὁρίζει, δηλαδὴ ὡς προϋποθέτουσα πάντοτε κάποια ἐπὶ μέρους αἰτήματα, - αὐτὸ εἶναι νοητό. Ἀλλὰ τὸ ὅτι ἡ ὑπέρβαση ὑπάρχει ἐκεῖθεν τῆς περιοχῆς τῆς ὑποστάσεως καὶ κατὰ ποιὸ τρόπο μπορεῖ τούτη νὰ ὑπάρχη ἔτσι, - αὐτὸ ἀπαιτεῖ περισσότερες ἐπεξηγήσεις.

Ἡ περιοχὴ τῆς ὑποστάσεως εἶναι ἡ περιοχὴ τοῦ δυνατοῦ, ὄχι τοῦ διασκεπτομένου δυνατοῦ, ἀλλὰ τοῦ βιωμένου δυνατοῦ, αὐτοῦ τοῦ δυνατοῦ ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦμε στὴν πράξη μας. Καὶ ὁ Γιάσπερς μιλάει πάντοτε γιὰ τὴν δυνατὴ ὑπόσταση. Οἱ ἐπιστημονικὲς θεωρήσεις κινοῦνται στὴν περιοχὴ αὐτοῦ ποὺ εἶναι, ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ κινούμαστε στὴν περιοχὴ τῆς ὑποστάσεως κινούμεθα στὴν περιοχὴ κάποιου πράγματος ποὺ ἐπίκειται νὰ “εἶναι”, ἀλλὰ ποὺ ἀκόμη δὲν “εἶναι”. Πράγματι, θὰ δοῦμε πὼς ἡ ἰδέα τοῦ μέλλοντος, ἡ ἰδέα τῆς προβολῆς, ἡ ἰδέα τοῦ δυνατοῦ εἶναι οὐσιώδης στὴν ἰδέα τῆς ὑποστάσεως. Εἴμαστε αὐτὸ ποὺ θὰ κάνωμε τοὺς ἑαυτούς μας, εἴμαστε αὐτὸ ποὺ πᾶμε νὰ γίνωμε, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπίκειται νὰ “εἴμαστε”, ἢ ἀκόμη αὐτὸ ποὺ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ εἴμαστε.

Καὶ ἀκριβῶς γι' αὐτό, ἡ ὑπόσταση δὲν μπορεῖ νὰ νοηθῆ παρὰ ὡς ἐλεύθερη. Ἡ ἰδέα τῆς ὑποστάσεως, τόσο γιὰ τὸν Γιάσπερς ὅσο καὶ γιὰ τὸν Κίρκεγκωρ, εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας, καὶ τοῦτος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἀντιτίθεται στὸν θετικισμὸ ἀφ' ἑνὸς καὶ στὸν ἀπόλυτο ἰδεαλισμὸ ἀφ' ἑτέρου.

Ἀλλὰ ἡ ὑπόσταση, μπροστὰ σ' αὐτὰ ποὺ ὁ Γιάσπερς ὀνομάζει ὁριακὲς καταστάσεις, μπροστὰ στὸν πόνο, μπροστὰ στὸν θάνατο, ἀκόμη μπροστὰ καὶ σ' αὐτὴ τὴν ἀντίφαση ποὺ νιώθει ἐντός της, ἀκόμη μπροστὰ καὶ σ' αὐτὸ τὸ πρόβλημα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς πίστης, νιώθει πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι ἄλλο ἀπὸ αὐτήν, πὼς εἶναι ἄλλο καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ὑποστάσεις, εἶναι ἡ περιοχὴ τῆς ὑπέρβασης.

Τοῦτο μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε ἰδίως σχετικὰ μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς πίστης. Ἡ ὑπόσταση δὲν ὑπάρχει παρὰ στὸ βαθμὸ ποὺ ἀφιερώνεται, ἀφοσιώνεται σὲ μιὰ ἀλήθεια ποὺ τὴ νιώθει ὡς μοναδική, ποὺ εἶναι ἡ μοναδική, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ θυσιαστῆ. Ἀλλὰ ταυτοχρόνως γνωρίζει πὼς καὶ οἱ ἄλλοι προσφέρονται καὶ πὼς ὑπάρχουν ὑποστάσεις ποὺ ἀφιερώνονται καὶ ἀφοσιώνονται σὲ ἀλήθειες διαφορετικὲς ἀπὸ τὴ δική της, καὶ ποὺ γι' αὐτὲς εἶναι οἱ μοναδικὲς ἀλήθειες. Ὥστε πρέπει νὰ σκεφθοῦμε πὼς πέρα ἀπὸ τὴν κάθε μιὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ φθάσωμε, ἡ ὑπέρβαση, στὴν ὁποία θὰ ἑνωθοῦν κατὰ τρόπο ἀδιάγνωστο γιὰ μᾶς, ὅλες οἱ προβολὲς (projets), ὅλες αὐτὲς οἱ διαφορές, ὅλες αὐτὲς οἱ μοναδικότητες ποὺ ἐμεῖς εἴμαστε.

Ἡ περιοχὴ αὐτὴ τῆς ὑπέρβασης εἶναι μιὰ περιοχὴ ποὺ τοποθετεῖται πέρα ἀπὸ τὴν δυνατότητα καὶ τὴν ἐλευθερία, πέρα ἀπὸ τὴν ἐκλογή. Ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐκλογή, ἡ δυνατότητα πεθαίνουν μέσα σ' αὐτὴν τὴν περιοχὴ τῆς ὑπέρβασης, ποὺ δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ τὴν βεβαιώσωμε, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τίποτε, ἢ τουλάχιστο γιὰ γιὰ τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε, λέγει ὁ Γιάσπερς, νὰ ἐκφρασθοῦμε παρὰ μὲ ταυτολογίες, μὲ φαύλους κύκλους, μὲ ἀντιθέσεις, μὰ κάθε εἶδος παραπλανημένα μέσα.

Ἔτσι, ἐκεῖθεν τῶν ἑαυτῶν μας, ἀνακαλύπτομε κάτι ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὑπάρχομε, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὁποῖο, ἀληθῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε τίποτε, παρὰ μὲ τὴν βοήθεια παραλογισμῶν. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Σαίξπηρ, ἐπὶ παραδείγματι, μᾶς κάνει νὰ ἀντιληφθοῦμε, ὅταν μᾶς λέγη: “Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι σιωπή”. Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀπολύτως ἀδιαπέραστα ἀπὸ τὸ πνεῦμα.

Ἔχομε λοιπὸν στὸν Γιάσπερς τὸ ἀντίστοιχο τοῦ ἀπολύτου Ἄλλου τοῦ Κίρκεγκωρ, μὲ τὴν διαφορὰ πὼς δὲν πρόκειται πλέον ἐδῶ γιὰ τὸν Θεὸ τῆς ἀποκεκαλυμμένης θρησκείας, ἀλλὰ γιὰ κάτι ποὺ δὲν μποροῦμε καθόλου νὰ τὸ κατονομάσωμε, καὶ ποὺ εἶναι τὸ βάθος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀποσπῶνται τὰ πάντα.

Ταυτοχρόνως, στὸν Γιάσπερς, ὑπάρχει μιὰ δεύτερη σημασία τῆς λέξης ὑπέρβαση. Εἶναι αὐτὴ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν κίνηση ποὺ ἀδιακόπως πραγματοποιοῦμε γιὰ νὰ ὑπερβοῦμε τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας. Ἡ ὑπόσταση πραγματοποιεῖ ἀδιάκοπα μιὰ κίνηση ὑπερβάσεως, αὐτοϋπερβαίνεται ἀδιακόπως, ὅπως εἶχε πῆ ὁ Νίτσε, πρὸς τὸν ὁποῖο φέρεται ὁ Γιάσπερς ἐνῶ ταυτοχρόνως φέρεται καὶ πρὸς τὸν Κίρκεγκωρ.

Βλέπομε λοιπὸν στὸν Γιάσπερς μιὰ διπλῆ σημασία στὴ λέξη ὑπέρβαση.

Στὸν Χάϊντεγκερ ξανασυναντοῦμε τὴ λέξη ὑπέρβαση, ἀλλὰ σ' αὐτὸν ἡ λέξη ἔχει πολλὲς χρήσεις. Ἐδῶ ὑπάρχουν ἐπίσης πολλὲς κινήσεις ὑπερβάσεως.

1) Ἔχομε πῆ πὼς τὸ ὑπάρχειν γιὰ τὸν Χάϊντεγκερ εἶναι τὸ “εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ”, τὸ νὰ εἶσαι μέσα στὸν κόσμο. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ σκεφθοῦμε τὴν κίνηση ὡς ὑποθέτουσα ἕνα ἐγώ, ἐντὸς τοῦ ὁποίου κατ' ἀρχὴν θὰ εἴμαστε κλεισμένοι καὶ ἐν συνεχείᾳ θὰ τὸ ὑπερβοῦμε, διότι αὐτὸ τὸ ἐγὼ δὲν εἶναι κλεισμένο στὸν ἑαυτό του· εἶναι πάντοτε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὑπέρβαση. Ἰδοὺ λοιπὸν ἕνας τρόπος ὑπέρβασης, ποὺ φαίνεται παντελῶς ἀπαραίτητος στὴν ὑπόσταση· εἶναι ἡ ὑπέρβαση πρὸς τὸν κόσμο, εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁρίζει αὐτὴ τούτη τὴν ὑπόσταση, κατὰ τὸν Χάϊντεγκερ.

      1. Ἀλλὰ τοῦτα δὲν εἶναι ὅλα. Ὑπάρχομε στὸ βαθμὸ ποὺ βρισκόμαστε σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἄλλον. Ὑπάρχει τὸ Mitsein, τὸ εἶναι οὐσιῶδες στὸ Dasein.* (*31. Mit - sein, Συν - εἶναι, εἶναι – μὲ [τὸν – ἄλλον]. Γράφει ὁ Χάϊντεγκερ: “Τὸ νὰ βρίσκεται μέσα στὸν κόσμο (In - sein) ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ εἶσαι – μὲ – τὸν – Ἄλλον”.)

      2. Τρίτον, καὶ τοῦτο εἶναι ἐπίσης οὐσιῶδες, τουλάχιστο ὅσο καὶ ἡ ὑπέρβαση πρὸς τὸν κόσμο, βρισκόμαστε σὰ διαρκῆ ὑπέρβαση πρὸς τὸ μέλλον, καὶ ὑπενθυμίζομε αὐτὸ ποὺ εἴπαμε γιὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς ἰδέας τοῦ μέλλοντος καὶ γιὰ τὴ δυνατότητα, στὶς φιλοσοφίες τῆς ὑποστάσεως.

Ἔτσι, πάντοτε βρισκόμαστε στὸν κόσμο, εἴμαστε πάντοτε μὲ τοὺς ἄλλους, τείνομε πάντοτε πρὸς τὸ μέλλον. Αὐτὲς εἶναι οἱ τρεῖς πρῶτες σημασίες τῆς λέξης ὑπέρβαση. Καὶ τοῦτες οἱ τρεῖς πρῶτες σημασίες σχετίζονται μ' αὐτό, ποὺ εἴδαμε στὸν Γιάσπερς ὡς δεύτερη σημασία τῆς λέξης ὑπέρβαση. Ὑπερβαίνομε ἀδιάκοπα τοὺς ἑαυτούς μας. Ἀλλὰ στὸν Χάϊντεγκερ ὑπάρχουν ἀκόμη δύο σημασίες τῆς λέξης ὑπέρβαση, ποὺ μᾶς πλησιάζουν πρὸς τὴν πρώτη σημασία, κατὰ τὸν Γιάσπερς, καὶ πρὸς τὴν κλασικὴ σημασία τῆς λέξης ὑπέρβαση. Ἀδιάκοπα πραγματοποιοῦμε μιὰν ὑπέρβαση πρὸς τὸ Εἶναι. Ὑπερβαίνομε πρὸς τὸ Εἶναι ἀπὸ τὸ γεγονὸς καὶ μόνο ὅτι ἔχομε ἐντός μας αὐτὴν τὴν κατανόηση τῆς ὀντολογικῆς διαφορᾶς, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νὰ θέσωμε τὸ Εἶναι ὡς διαφορετικὸ ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα. Καί, ταυτοχρόνως, γνωρίζομε πὼς ὑπάρχομε ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι τελοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸ μηδέν, ὑπερβαίνομε τοὺς ἑαυτούς μας ξεπερνῶντας τὸ μηδέν. Μένει νὰ μάθωμε – ἀφήνομε τὸ πρόβλημα γιὰ ἀργότερα – τί εἶναι αὐτὸ μηδέν. Δὲν εἶναι ἐν τέλει τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸ Εἶναι. Σ' αὐτὴν τὴν περίπτωση, αὐτὲς οἱ δύο τελευταῖες ὑπερβάσεις πᾶνε νὰ ταυτισθοῦν μεταξύ τους.

Ἀλλά, ἐπὶ τοῦ παρόντος βλέπομε πὼς ἔχομε πέντε ὑπερβάσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ ὑπέρβαση πρὸς τὸ Εἶναι βρίσκεται ἀρκετὰ κοντὰ στὴν ὑπέρβαση μὲ τὴν συνήθη σημασία τῆς λέξης.

Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς διάφορες σημασίες τῆς λέξης ὑπέρβαση τὶς ξαναβρίσκομε στὸν Σάρτρ, ὁ ὁποῖος συχνὰ πραγματοποιεῖ τὴν ὑπέρβαση πρὸς τὸν κόσμο ἢ πρὸς τὸ μέλλον.

Ἔτσι, λοιπόν, μ' αὐτὲς τὶς σύντομες παρατηρήσεις τὶς σχετικὲς μὲ τὴν ἰδέα τῆς ὑπέρβασης, ξεκινήσαμε ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο Ἄλλο τοῦ Κίρκεγκωρ, περάσαμε ἀπὸ τὶς δύο σημασίες τῆς λέξης ὑπέρβαση κατὰ τὸν Γιάσπερς, γιὰ νὰ δοῦμε τὶς πέντε ὑπερβάσεις τοῦ Χάϊντεγκερ, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μόνο οἱ δύο τελευταῖες ἐνθυμίζουν τὴν ἀρχικὴ ὑπέρβαση, ὅπως τούτη νοεῖται κλασικῶς καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ ἄλλες τρεῖς, ὅπως καὶ μὲ τὴν σαρτρικὴ ὑπέρβαση, εἶναι αὐτὲς ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς ὀνομάσωμε ὁριζόντιες ὑπερβάσεις. *32 (* Ἡ ὑπέρβαση πρὸς τὸν κόσμο, πρὸς τὸ ἄλλο, εἶναι ὁριζόντια· ἡ ὑπέρβαση πρὸς τὸ “ἐντελῶς ἄλλο”, πρὸς τὸν Θεὸ λ.χ., εἶναι κατακόρυφη.)

Θὰ θέλαμε νὰ ξέρωμε ἂν οἱ φιλόσοφοι τῆς ὑποστάσεως πῆραν τὴ λέξη ὑπέρβαση μὲ τὴ νόμιμη σημασία της. Ὁ Γκαμπριὲλ Μαρσὲλ ἀντιτιθέμενος ἐν προκειμένῳ στὸν Χάϊντεγκερ καὶ στὸν Σάρτρ, λέγει πὼς δὲν εἶναι νόμιμο νὰ πάρης τὴ λέξη ὑπέρβαση στὶς διάφορες σημασίες ποὺ τοῦτοι τὴν ἔχουν πάρει, πὼς ὁ ὅρος ὑπέρβαση ἐφαρμόζεται οὐσιωδῶς στὸν Θεό, καθὼς τοῦτος ὑπερβαίνει ὅλους τοὺς προσδιορισμοὺς ποὺ μποροῦμε νὰ τοῦ δώσωμε. Εἶναι θιασώτης τῆς κλασικῆς σημασίας τῆς λέξης ὑπέρβαση.

Μένει νὰ διερωτηθοῦμε ἄν, ἀπὸ μιὰν ἄποψη, ὁ Χάϊντεγκερ δὲν εἶναι πλέον πιστὸς οὔτε σ' αὐτὴν τὴν ἀρχικὴ κλασικὴ σημασία τῆς λέξης ὑπέρβαση, ἂν δὲν πάη σὲ μιὰ ἀκόμη πιὸ ἀρχέγονη σημασία τῆς λέξης. Ἡ λέξη ὑπέρβαση ἐξυπονοεῖ κίνηση ἀνόδου καί, κατὰ συνέπεια, σ' αὐτὴν τὴ σημασία μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ παρατήρηση τοῦ Χάϊντεγκερ εἶναι ὀρθή: μόνον τὸ Dasein ὑπερβαίνει, διότι ὁ Θεός, ἀκριβῶς διότι εἶναι ἐκεῖθεν, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ὑπερβαίνει. Ὑπερβαίνειν συμαίνει νὰ πραγματοποιῆς μία κίνηση, καὶ ἐμῖς εἴμαστε ποὺ πραγματοποιοῦμε αὐτὴ τὴν κίνηση τῆς ὑπέρβασης.

Ἰδοὺ ὑπὸ ποίαν ἔννοια θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς οἱ φιλοσοφίες τῆς ὑπόστασης ἐπανέρχονται σὲ μία σημασία πιὸ πρωτόγονη, πιὸ ἀρχέγονη τῆς λέξης ὑπέρβαση." (Ζὰν Βάλ, Εἰσαγωγή..., Μετ. Μαλεβίτση, Δωδώνη)


Συνδεθείτε

Άλμπουμ - Κατηγορίες

Φωτο - Αλμπουμ