«Ἕνα ὑπαρξιακὸ σύστημα δὲν μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τέτοιο σύστημα; Σὲ καμία περίπτωση· οὔτε ὑπονοεῖται στὸν ἰσχυρισμό μας. Ὕπαρξη ἡ ἴδια εἶναι ἕνα σύστημα, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό· ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα σύστημα γιὰ κανένα ὑπάρχον πνεῦμα. Σύστημα καὶ ὁριστικότητα ἀντιστοιχοῦν μεταξύ τους, ἀλλὰ ἡ ὕπαρξη εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο τῆς τελικότητας.» (Κίερκεγκωρ, «Τελικὸ μὴ ἐπιστημονικὸ ὑστερόγραφο» στὰ «Ψήγματα Φιλοσοφίας», τοῦ Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, 1846)

Οἱ ὅροι ἀφηρημένη, θεωρητική, συστηματική, ἀντικειμενική, ἰδεαλιστική, Spechlative, Ἑγελιανὴ φιλοσοφία εἶναι ταυτόσημοι.

 

Hegel, Hegelsche Philosophie

       Στον Κίερκεγκωρ ήταν ξεκάθαρο ότι ο Spekulative ιδεαλισμός συσχετίζονταν με τον Πλατωνισμό και ότι οι Ιδεαλιστές, από τον Φίχτε μέχρι τον Έγελο, έκαναν χρήση του Πλάτωνα και των εκφράσεών του, των ερμηνειών του. Και οι δύο σχολές, και ο Πλατωνισμός και ο Εγελιαλισμός πήραν στην συγγραφική δραστηριότητα του Κίερκεγκωρ το όνομα ομάδας Φιλοσοφία, Γνωσι(ολογία) (Erkenntnis)· για τον Εγελιανισμό επιφύλαξε εκτός τούτου τον όρο Spekulation. Ο Κίερκεγωρ αναγνώριζε τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο μορφών του ιδεαλισμού· αυτές είχαν βέβαια μία συγγενική αντίληψη της λογικής δύναμης στο να γνωρίσουν την θεότητα, είναι, όπως στον Πλάτωνα, με συνεπιστατούμενη όψη (συνεπιστασία, γνώση, συνείδηση - όψη, θέαμα) ή, όπως στον Φίχτε, με την ένωση-σύνδεση του εγώ με το ύψιστο· στον Σέλλινγ προϋποτίθεται η ταυτότητα με την δημιουργία-με το σύμπαν και στον Έγελο με το υποθετικο-μεταφυσικό.

 

Spekulative Philosophie, Idealismus


       Κάτω ἀπὸ συγκεκριμένες προϋποθέσεις ἐννοεῖται «Ὁ Κίερκεγκωρ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ παίζει, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, μεταξὺ τῆς φιλοσοφικῆς ἔννοιας καὶ τῆς ἐμπορικῆς ἔννοιας τοῦ ὅρου «κερδοσκοπικός.»

       „Kierkegaard erlaubt sich zwischen dem philosophischen und dem kaufmännischen Sinne des Wortes „spekulativ“ hin und her zu spielen“ (Erbauliche Reden 1950/51, Σχόλιο σὲ ὑποσημείωση τοῦ Hirsch, s. 262 *229). 

 

--------------------------------

27.Μεσολάβηση, Λογικὴ μεσιτεία, Συμφιλίωση, Mediation.
(Ὅρα καί:  Α_16α. Ἡ "Εἰκόνα" τοῦ Ἰησοῦ, Μεσίτης, Ἀντίλιτρον Forligelse)
Inkognito, Samtidhet Gleichzeitigkeit, Vergegenwärtigung, Ἄπειρη ἀπόσταση, Βίωση τῆς Ταπείνωσης, Forligelse
Β Κορ 5,18-19· Ρωμ 3,24ἑἑξ· Α Τιμ 2,5
Versöhnung (dän. Forsoning), Erlösung (dän.Forløsning) und Aussöhnung (dän. Forligelse)
Προσοχή!!! Πῶς "συγγενεύουν" (στὴν οὐσία καί, τεχνιέντως,  ταυτίζονται) οἱ ὅροι: “Καταλαγή¨, “ἱλαστήριον” καὶ “ἀντίλιτρον” τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ Mediation τοῦ Ἑγέλου!

Ἕγελος:
Γερμανικά: Vermittlung, Schlichtung, Aussöhnungsverhandlung,
                   Vesöhnung,
Δανέζικα: Maegling,
Ἑλληνικά: Μεσολάβηση, Λογικὴ μεσιτεία, Συμφιλίωση
Ἀγγλικά: Mediation.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,


ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ (Γερμ. Vesöhnung).  Mediation. Διαλεκτική: συμφιλίωση =σύνθεση. Ἡ θρησκευτικὴ σημασία τοῦ ὅρου ἀναφέρεται στὸ ρόλο τῆς ἱστορικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ σὲ μεσολαβητῆ, συμφιλιωτῆ τοῦ  ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Ὁ Ἕγελος διατήρησε τὴ θρησκευτικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Στὴν περιοχὴ τῆς διαλεκτικῆς (θέση, ἀντίθεση, σύνθεση) συμφιλίωση τῶν ἀντιθέσεων εἶναι τὸ τρίτο μέλος, ἡ σύνθεση. Ὀνομάζεται ἐπίσης μεσολάβηση.
ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ (Mediation): Λογικὴ μεσιτεία στὶς ἀντιθέσεις, ποὺ δὲν ἐξετάζεται ἀπόλυτα ἀπ' τὸν Ἕγελο καὶ γι' αὐτὸ ἀναλύεται στὴ διαλεκτικὴ τοῦ στοχασμοῦ, ποὺ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν κίνηση τῆς ὕπαρξης. Πάνω σὲ τοῦτο......

(Τζαβάρα σελ. 17, 220)
______________________________

“(...Ὅπως στὴν περίπτωση συσχετισμοῦ τῆς “Λογικῆς” μὲ τὴν “Πραγματικότητα”) ...ὅμοια στὴ Δογματική, ἂν ἀποκαλέσης τὴν πίστη “Αμεσότητα” χωρὶς νὰ τὴν ὁρίσης περισσότερο, θὰ κερδίσης τὸ πλεονέκτημα νὰ πείσης ὁποιονδήποτε γιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ νὰ μὴν παραμείνη στὴν πίστη, κι' ἃν ἀκόμη κατορθώσης νὰ παραδεχτῆ ὁ πιστὸς αὐτὴ τὴν ἀνάγκη, εἶναι ἐπειδὴ ἴσως δὲ διαβλέπει ἀμέσως τὴν παρεξήγηση, ποὺ δὲν ἔχει τὴν αἰτία της σὲ κάτι μεταγενέστερο, ἀλλὰ σ' ἕνα “πρῶτον ψεῦδος” (ἑλληνικὰ στὸ πρωτότυπο). Ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ εἶναι ὁλοφάνερο· γιατὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστη, τὴν ξεγυμνώνεις ἀπ' ὅ,τι δικαιωματικὰ τῆς ἀνήκει, ἀπ' τὰ ἱστορικά της δεδεμένα· ὅσον ἀφορᾶ τὴ Δογματική, διαστρέφεις τὴν ἀφετηρία της, γιατὶ δὲν κατορθώνει πιὰ ν' ἀρχίση ἀπ' τὸ σωστὸ σημεῖο, δηλαδὴ ἀπὸ ἀφετηρία προγενέστερή της. Ἀντὶ νὰ προϋποθέση μιὰ προηγούμενη ἀφετηρία, τὴν ἀγνοεῖ κι' ἀρχίζει ἐντελῶς ἀπ' τὴν ἀρχή, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἡ Δογματική, παρὰ ἡ Λογική· γιατὶ ἡ Λογικὴ ἀρχίζει ἀκριβῶς ἀπ'τὸ πιὸ ἄπιαστο ποὺ δημιούργησε ἡ λεπτότερη ἀφαίρεση: ἀπ' τὴν Ἀμεσότητα. Αὐτὸ ποὺ ἂν τὸ σκεφτῆς λογκὰ εἶναι σωστό, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἀνεσότητα eo ipso αὐτοκαταργεῖται, γίνεται στὴ Δογματικὴ φλυαρία, γιατί ποιός θὰ μποροῦσε νἄχη τὴ θέληση νὰ παραμείνη στὴν Ἀμεσότητα (χωρὶς ἄλλον ὁρισμό), μιὰ καὶ ἡ Ἀμεσότητα αὐτοκαταργεῖται τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ ποὺ τὴν ὀνομάζεις, ὅπως ὁ ὑπνοβάτης ξυπνάει μόλις προφέρης τ' ὄνομά του.
       Ἔτσι, ὅταν μερικὲς φορὲς σὲ προπαιδευτικὲς μόνον ἔρευνες διαβάζης τὴ λέξη “συμφιλίωση” (Versöhnung), ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ σημάνη τὴ θεωρητικὴ γνώση ἢ τὴν ταυτότητα τοῦ ὑποκείμενου καὶ τοῦ ἀντικείμενου τῆς γνώσης, τὸ ὑποκειμενικο – ἀντικειμενικὸ κ.λπ., τότε νιώθεις ἀμέσως τὸν ἑαυτό σου μπροστὰ σ' ἕνα πνευματικὸ ἄνθρωπο ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πνεύματός του ἔλυσε ὅλα τὰ αἰνίγματα, καὶ ἰδίως αὐτὰ ποὺ οὔτε μιὰ φορὰ δὲν ἀπασχόλησαν τὴ Φιλοσοφία, κι' ὅμως τὰ συναντᾶς στὴν καθημερνή σου ζωή, καὶ ποὺ μόλις ἀκούσης τὶς λέξεις ἑνὸς αἰνίγματος ἀπ' αὐτά, τὸ ἔλυσες κιόλα. Κατὰ τ' ἄλλα ὁ ἄνθρωπός μας ἔχει τὴ χωρὶς ὅμοιο ἀρετὴ νὰ ἐκτοξεύη μὲ τὴν ἐξήγησή του ἕνα κοινούργιο αἴνιγμα: πῶς μπόρεσε κάποιος κι' ἔβαλε στὸ κεφάλι του πὼς αὐτὴ ἡ ἐξήγηση εἶναι σωστή. Γιὰ τὸ ὅτι ἡ σκέψη γενικὰ περιέχει πραγματικότητα, ὁλόκληρη ἡ παλιὰ Φιλοσοφία κι' ὁ Μεσαίωνας δὲν ἀμφέβαλαν ποτέ. Τὴν ἀμφιβολία μᾶς τὴν ἔφερε ὁ Κάντ. Ἂς ὑποθέσουμε τώρα πὼς ἡ ἑγελειανὴ Φιλοσοφία διερεύνησε ἀληθινὰ τὸν καντιανὸ σκεπτικισμὸ  (ὑπόθεση πάρα πολὺ προβληματική, παρ' ὅλα ὅσα ἔκαναν ὁ Ἕγελος καὶ ἡ σχολή του μὲ τὴ βοήθεια λέξεων ὅπως: μέθοδος [διαλεκτικὴ μέθοδος] καὶ ἐκδήλωση [αὐτοαποκάλυψη τῆς λογικῆς], γιὰ νὰ κρύψουν αὐτὰ ποὺ ὁ Schelling διατύπωσε πιὸ ἀποκαλυπτικὰ μὲ τὶς λέξεις: διανοητικὴ ἀντίληψη (ἑλλην. στὸ κείμενο) καὶ κατασκευή,  πράγμα ποὺ στ' ἀλήθεια ἦταν καινούρια ἀφετηρία) καὶ ξανακατασκεύσε ἔτσι σὲ ἀνώτερη μορφὴ μὲ τὸ στοχασμὸ αὐτὰ ποὺ εἶχαν κιόλα μπῆ σὰν προϋπόθεσή του· μὰ εἶναι συμφιλίωση ἡ συνειδητὰ κατορθωμένη πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ στοχασμοῦ; Ἀλλὰ μὲ τοῦτο κατώρθωσαν μόνο νὰ φέρουν τὴ Φιλοσοφία στὴν ἀλλοτινή της ἀφετηρία, σ' ἐκεῖνες τὶς παλιὲς ἡμέρες, ὅταν ἀκριβῶς ἡ συμφιλίωση εἶχε τεράστια σπουδαιότητα. Ὑπάρχει μιὰ ἀξιοσέβαστη φιλοσοφικὴ ὁρολογία: θέση, ἀντίθεση, σύνθεση. Τὸ νὰ διαλέξης καινούρια, ὅπου ἡ μεσολάβηση (Mediation) θὰ πάρη τὴν τρίτη θέση, θὰ εἶναι τόσο ἐξαιρετικὴ πρόοδος; Ἡ μεσολάβηση εἶναι ἀμφισήμαντη, γιατὶ ὁρίζει ταυτόχρονα τὴ σχέση ἀνάμεσα στὶς δύο ἄλλες καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς σχέσης φανερώνει τὴν ἑνότητα τῆς σχέσης καὶ ταυτόχρονα τὰ δύο στοιχεῖα ποὺ  ταυτίζονται· ὑποδηλώνει τὴν κίνηση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκινησία. Ἂν ἡ μεσολάβηση εἶναι τελειοποίηση, μόνο μιὰ βαθύτερη διαλεκτικὴ ἔρυνα θὰ μποροῦσε νὰ τ' ἀποδείξη· δυστυχῶς ἀκόμα τὴν περιμένουμε. Ἂς λησμονήσης τὴ σύνθεση καὶ γιὰ χατήρι μου ἀντικατάστησέ τη μὲ τὴ μεσολάβηση. Ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ μανία θὰ ἐξακολουθήση νὰ διαμαρτύρεται, καὶ τότε μιλοῦν γιὰ συμφιλίωση. Ποιὸ θἆναι τὸ ἀποτέλεσμα; Πάντως δὲ θὰ βοηθήσης τὶς προπαιδευτικὲς ἔρευνες, γιατὶ αὐτὲς φυσικὰ κερδίζουν σὲ λαμπρότητα τόσο λόγι ὅσο κι' ἡ ἀλήθεια, ἢ ὅσο μιὰ ἀνθρώπινη ψηχὴ σὲ μακαριότητα ἀπ' τὸ γεγονὸς ὅτι μασκαρεύτηκε μ' ἕνα τίτλο. Ἀντίθετα συγχέουν στὸ βάθος τους δύο ἐπιστῆμες: τὴν Ἠθικὴ καὶ τὴ Δογματική, ἰδίως μὲ τὸ νὰ ὑποδηλώνουν, ἀφοῦ ἀνακάτωσαν τὴ λέξη “συμφιλίωση”, πὼς ἡ Λογικὴ καὶ ὁ “λόγος” (δηλαδὴ ἡ Δογματικὴ) ταιριάζουν σὰ ζευγάρι, καὶ πὼς ἡ Λογικὴ εἶναι τάχα ἡ ἀληθινὴ ἐπιστήμη τοῦ “λόγου”. Κι' ἀφοῦ τὶς κατάντησαν μι' αὐτὸ τὸν ἄθλιο τρόπο νὰ συνορεύουν, ἡ Ἠθικὴ καὶ ἡ Δογματικὴ μαλώνουν γιὰ τὴ συμφιλίωση. Στὴν Ἠθικὴ ἡ τύψη καὶ ἡ ἐνοχὴ βασανίζουν τὴ συμφιλίωση καὶ τὴν ἀναγκάζουν νὰ πάρη δρόμο, ἐνῳ ἡ Δογματικὴ μὲ τὴν εὐκολία της στὸ νὰ παραλάβη τὴν προσφερόμενη συμφιλίωση, παραμένει σ' αὐτὴ τὴν ἱστορικὰ συγκεκριμένη Ἀμεσότητα ποὺ ὑπῆρξε τὸ πρῶτο της δεδομένο στὴ μεγάλη διαμάχη τῶν δύο ἐπιστημῶν. Ποιό θἆναι τὸ ἀποτέλεσμα; Ὅτι κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἡ γλώσσα θὰ μετατραπῆ σὲ μιὰ μακρόχρονη περίοδο κυριακάτικης ἀπραξίας, ὅπου θὰ πάψη τὸ κάθε τι, καὶ ἡ ὁμιλία καὶ ὁ στοχασμός, γιὰ νὰ μπορέσης ἐπιτέλους ν' ἀρχίσης ἀπὸ τὴν ἀρχή.
       Χρησιμοποιοῦν στὴ Λογικὴ τὴν “ἄρνηση” σὰ ζωοδότρα δύναμη ποὺ βάζει σὲ κίνηση τὸ κάθε τι. Γιατί ἡ κίνηση εἶναι ἀπαραίτητη στὴ Λογική, καὶ δὲν ἔχει διόλου σημασία ἂν γίνεται γιὰ καλὸ ἢ γιὰ κακό. Τώρα βοηθιῶνται ἀπ' τὴν ἄρνηση, κι' ἂν δὲ μπορέση ἡ ἄρνηση νὰ τοὺς βοηθήση, θὰ χρειαστῆ νὰ καταφύγουν σὲ λεκτικὰ παιχνίδια καὶ λεκτικοὺς τρόπους κάθε εἴδους, μιὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ ἄρνηση μεταβάλλεται σὲ λογοπαίγνιο (Exempli gratia. Παραδείγματος χάριν: “Ὄν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑπῆρξε· ὑπῆρξε εἶναι Παρατατικὸς τοῦ Εἶναι, ἄρα Ὄν εἶναι τὸ καταργημένο εἶναι, τὸ εἶναι ποὺ ἔχει ὑπάρξει”. Δεῖγμα φιλοσοφικῆς κίνησης! Ἂν θἄθελε κάποιος νὰ καταβάλη τὸν κόπο νὰ συλλέξη ἀπ' τὴν ἑγελειανὴ Λογικὴ (ὅπως εἶναι καθαυτὴ κι' ὅπως τὴν κατάντησαν οἱ βελτιώσεις τῆς σχολῆς της) ὅλα τὰ φαντάσματα καὶ τὰ στοιχειὰ τῶν παραμυθιῶν, ποὺ σὰ δραστήρια τσιράκια σπρώχνουν στὸ δρόμο της τὴ λογικὴ κίνηση, οἱ μεταγενέστεροι θὰ ἔμεναν ἴσως ἔκπληκτοι ἂν πληροφοροῦνταν πὼς αὐτά, ποὺ δὲ θἆναι τότε πιὰ τίποτα ἔξω ἀπὸ γελοῖες λέξεις γιὰ σβήσιμο, ἔπαιξαν ἄλλοτε μεγάλο ρόλο στὴ Λογική, κι' ὄχι σὰν ἐπεξηγήσεις στὸ περιθώριο κι' εὐφυολογήματα, παρὰ σὰν ὁδηγοὶ τῆς κίνησης ποὺ μεταμόρφωναν τὴ Λογικὴ τοῦ Ἑγέλου σὲ τέρας, κι' ἔδιναν στὸ λογικὸ στοχασμὸ πόδια γιὰ νὰ προχωράη, χωρὶς νὰ παρατηρήση κανένας πὼς ὁ μακρὺς μανδύας τοῦ θαυμασμοῦ κάλυπτε τὴν τρεχάλα. ...Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς κίνησης στὴ Λογικὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ Ἑγέλου, ποὺ σὲ σύγκρισή της δὲν ἀξίζει  ν' ἀναφέρουμε κάποιαν ἄλλη ἀλησμόνητη προσφορὰ, ποὺ ὁ Ἕγελος περιφρόνησε καὶ τὴν ἄφησε νὰ πλανιέται στὰ τυφλά: ὅτι ἀπόδωσε καὶ ταξινόμησε τεράστια ποικιλία κατηγορικῶν ὁρισμῶν).
       Στὴ Λογικὴ δὲν πρέπει νὰ γίνεται καμμία κίνηση· γιατὶ ἡ Λογικὴ καὶ ὁτιδήποτε εἶναι λογικό, μονάχα εἶναι (Ὁ ὁρισμὸς τῆς Λογικῆς ποὺ θὰ μείνη γιὰ πάντα, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀπὸ πλάνη οἱ Ἐλεάτες ἀπόδωσαν στὴν ὕπαρξη: Τίποτε δὲ λαβαίνει χώρα, τὸ κάθε τί εἶναι), κι' ἡ ἀδυναμία τῆς Λογικῆς εἶναι ἀκριβῶς τὸ πέρασμα τῆς Λογικῆς στὸ γίγνεσθαι, ὅπου ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ πραγματικότητα κάνουν τὴν ἐμφάνισή τους. Ἀλλ' ὅταν ἡ Λογικὴ ἀρκῆται στὸ νὰ ἐμβαθύνη στὴ δομὴ τῶν κατηγοριῶν, τότε ὑπάρχει πάντοτε τὸ ἴδιο πράγμα, αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε κι' ἀπὸ τὴν ἀρχή. Κάθε κίνηση, ἂν θελήσουμε νὰ χρησιμοποιήσουμε γιὰ μιὰ στγμὴ αὐτὴ τὴ λέξη, εἶναι κίνηση ἐμμενὴς (immanent), πράγμα ποὺ σὲ βαθύτερο νόημα σημαίνει πὼς δὲν εἶναι κίνηση – καὶ μπορεῖς εὔκολα νὰ πειστῆς γι' αὐτό, ἅμα θυμηθῆς πὼς κιόλα ἡ ἔννοια “κίνηση” εἶναι ὑπέρβαση ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ πάρη θέση στὴ Λογική. Ἡ ἄρνηση λοιπὸν εἶναι ἡ ἐμμένεια (immanenz) τῆς κίνησης, εἶναι τὸ ἐξαφανιζόμενο, τὸ ἐκμηδενισμένο. Ἂν κάθε τι ἔτσι συμβαίνει, δὲ συμβαίνει τίποτε, κ' ἡ ἄρνηση εἶναι σκέτο φάντασμα. Ἀντίθετα ὁ Ἕγελος, γιὰ νὰ μπορέση νὰ συμβῆ κάτι στὴ Λογική, μεταβάλλει τὴν ἄρνηση σὲ σύν, τὴν κάνει νὰ παράγη τὸ ἀντίθετό της [ “ΕΙΝΑΙ”-ΘΕΣΗ, “ΜΗ ΕΙΝΑΙ”-ΑΝΤΙΘΕΣΗ (ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΠΟΥ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΤΟ “ΕΙΝΑΙ” ΣΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΗ (ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΟΝΟΜΑΖΕΙ “ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ”) ] , δηλαδὴ ὄχι πιὰ ἄρνηση, ἀλλὰ ἀντίθεση. Τότε πιὰ ἡ ἄρνηση δὲν εἶναι ἡ ἄλλειψη ἀντήχησης στὴν ἐμμενὴ κίνηση, παρὰ εἶναι τὸ “ἀναγκαῖο ἄλλο”, ποὺ μπορεῖ βέβαια γιὰ τὴ Λογικὴ νᾶναι ἀπαραίτητο, γιὰ νὰ τὴ θέση σὲ κίνηση, ἀλλὰ ποὺ δὲν πρόκειται γιὰ ἄρνηση. (ΣΤΟΝ “ΦΑΟΥΣΤ”, Ο ΘΕΟΣ ΛΕΕΙ ΣΤΟΝ ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗ ΟΤΙ ΠΟΤΈ ΤΟΥ ΔΕΝ ΜΙΣΗΣΕ ΤΟΥΣ ΟΜΟΙΟΥΣ ΤΟΥ, ΚΑΙ Ο ΑΠΟΣΤ. ΜΑΚΡΑΚΗΣ, ΣΤΗΝ “ΕΠΤΑΦΩΤΗ ΛΥΧΝΙΑ” ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΤῸ “ΜΗ ΟΝ” ἘΞΑΝΑΓΚΑΣΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΣΤΟ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΉΣΕΙ). Ἄν ἐγκαταλήχης τὴ Λογικὴ καὶ περάσης στὴν Ἠθική, θὰ ξανασυναντήσης ἐκεῖ αὐτὴ τὴν ἀκούραστη ἄρνηση, πάντα δραστήρια σ' ὅλη τὴν ἑγελειανὴ Φιλοσοφία. Ἐδῶ θὰ ἐκπλαγῆς μαθαίνοντας πῶς ἡ ἄρνηση εἶναι τὸ Κακό. Τώρα ἡ σύγχυση κορυφώνεται· τὸ πνεῦμα δὲν ἔχει πιὰ φραγμούς, κι' ὁ λόγος τῆς Mme de Stael γιὰ τὴ Φιλοσοφία τοῦ   Schelling, πὼς δίνει στὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴ μελέτησε πνεῦμα γιὰ ὅλη του τὴ ζωή, ἰσχύει ἀκόμα περισσότερο γιὰ τὴ Φιλοσοφία τοῦ Ἑγέλου. Ἀντιλαμβάνεσαι βέβαια πόσο παράλογες πρέπει νὰ εἶναι οἱ κινήσεις στὴ Λογική, μιὰ καὶ ἡ ἄρνηση εἶναι Κακό· καὶ πόσο ἀνήθικες πρέπει νὰ εἶναι στὴν Ἠθική, μιὰ καὶ τὸ κακὸ εἶναι ἄρνηση. Στὴ Λογικὴ εἶναι ὑπερβολικὰ πολύ, στὴν Ἠθικὴ ὑπερβολικὰ λίγο, καὶ πουθενὰ δὲν ταιριάζει ἀκριβῶς, μιὰ καὶ πρέπει νὰ ταιριάζη καὶ στὶς δύο. Ὅταν ἡ Ἠθικὴ δὲν ἔχη καμμιὰ ἄλλη ὑπέρβαση, στὸ βάθος πρόκειται γιὰ Λογική, κι' ἂν γιὰ νὰ σώση τὰ προσχήματα χρειάζεται ἡ Λοκικὴ λίγη ἀπὸ τὴν ὑπέρβαση, ποὺ εἶναι ἀναγκαία στὴν Ἠθική, δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ Λογική. (Σ. ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗ ΤΖΑΒΑΡΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΔΩΔΩΝΗ” ΑΘΗΝΑ 1971, σ.16ἑἑξ.)