(Ὅρα καὶ "Ἔρευνα 22. Δαίμων. Σωκράτης-Κίερκεγκωρ") 

 

 

Η συνάντηση του Κίερκεγκωρ με τον Μυστικισμό μέσω του Εγελιανού (Spekulative)[1] ιδεαλισμού.

 

(μετάφραση από τα Δανικά)

 

 

       Το θέμα «η σχέση του Κίερκεγκωρ με τον Μυστικισμό» μπορεί να θεωρηθεί ως δευτερεύουσας σημασίας από τους ερευνητές, οι οποίοι ασχολούνται αποκλειστικά με την φιλοσοφική πλευρά της συγγραφικής του δραστηριότητας ή, εάν κανείς από αυτούς ενδιαφέρεται, με τις δογματικές του αντιλήψεις. Όμως εκείνοι, που ενδιαφέρονται για τον Κίερκεγκωρ ως Χριστιανού και ως κάποιου που υπερίσχυσε η χριστιανική κατανόησή του για άσκηση και ακολουθία Χριστού, δεν μπορούσε να αποφύγει και να αφήσει ίχνη στο ασυνήθιστο εκπληκτικό γεγονός, ότι αυτός διαρκώς συχνά καταπιανόταν με αναγνώσματα των χριστιανών μυστικών. Για ποιόν λόγο - και τί έψαχνε στους προ-ρεφορμιστές (μεταρρυθμιστές-καλβινιστές); Γιατί διάβαζε ο Κίερκεγκωρ εκείνους, των οποίων η σκέψη ήταν στον μυστικισμό όλη την ημέρα;

 

Οι ερευνητές με ενδιαφέρον για τον χριστιανό Κίερκεγκωρ ασχολήθηκαν επιφανειακά με αυτήν την ιδιαίτερη διεξοδικότητα στον Κίερκεγκωρ, αλλά κανείς δεν διερεύνησε αυτό το θέμα: Η σχέση του Κίερκεγκωρ με τον Μυστικισμό.

 

          Η ανά χείρας (προκείμενη) εργασία αποτελεί μικρό μέρος μιας μεγάλης ιστορικής έρευνας πάνω σ’ αυτό το θέμα. Η παρούσα διατριβή ασχολείται με μία από τις δύο κύριες επιρροές στη σκέψη του Κίερκεγκωρ, με τον Spekulative ιδεαλισμό. Σχετικές εργασίες, που έχουν γίνει, είναι: «Κίερκεγκωρ και Ευσεβισμός» (1967) και «Κίερκεγκωρ, οι Σκιές, αναμνήσεις του Πλάτωνα και Χριστιανισμός» (1970). Για τη πολλαπλών ερμηνειών χρήση του όρου «Μυστικισμός» υπάρχει εργασία του 1974 «Ο όρος Μυστικισμός».

 

          .......................

 

          Η διάταξη στην ακόλουθη εργασία είναι:

 

1_ Τα φοιτητικά χρόνια μέχρι το 1840,

 

2_ Η σχέση με την Μεταφυσική (Spekulative) μετὰ τὸ 1840 και

 

3_ Η κριτική του Κίερκεγκωρ στον ιδεαλισμό, ως μυστικισμό, τοποθετημένη σε ιστορικό πλαίσιο.

 

1_ Τα φοιτητικά χρόνια μέχρι το 1840

 

Στον Κίερκεγκωρ ήταν ξεκάθαρο ότι ο Spekulativeιδεαλισμός συσχετίζονταν με τον Πλατωνισμό και ότι οι Ιδεαλιστές, από τον Φίχτε μέχρι τον Έγελο, έκαναν χρήση του Πλάτωνα και των εκφράσεών του, των ερμηνειών του. Και οι δύο σχολές, και ο Πλατωνισμός και ο Εγελιαλισμός πήραν στην συγγραφική δραστηριότητα του Κίερκεγκωρ το όνομα ομάδας Φιλοσοφία, Γνωσι(ολογία) (Erkenntnis)· για τον Εγελιανισμό επιφύλαξε εκτός τούτου τον όρο Spekulation. Ο Κίερκεγωρ αναγνώριζε τη σχέση μεταξύ αυτών των δύο μορφών του ιδεαλισμού· αυτές είχαν βέβαια μία συγγενική αντίληψη της λογικής δύναμης στο να γνωρίσουν την θεότητα, είναι, όπως στον Πλάτωνα, με συνεπιστατούμενη όψη (συνεπιστασία, γνώση, συνείδηση - όψη, θέαμα) ή, όπως στον Φίχτε, με την ένωση-σύνδεση του εγώ με το ύψιστο· στον Σέλλινγ προϋποτίθεται η ταυτότητα με την δημιουργία-με το σύμπαν και στον Έγελο με το υποθετικο-μεταφυσικό.

 

Δεν είναι αδιάφορο να ξέρει κανείς το από που γνώρισε ο Κίερκεγκωρ τον γερμανικό μεταφυσικό ιδεαλισμό· κατ’ ακολουθία, ποίων ιδεαλιστών διάβασε τα έργα και τις θέσεις τους, σε ποιά έργα άλλων συγγραφέων διάβασε να μιλούν γι’ αυτούς - όλα αυτά έχουν νόημα, και για την κατανόησή τους αλλά και για την αξία του ιδεαλισμού.

 

Η σχέση φιλοσοφίας πρὸς στὸν Χριστιανισμό ήταν για τον Κίερκεγκωρ προσωπικό του πρόβλημα (πρβλ. Ι Α 89,99). Το πρόβλημα, καθ’ εαυτό, δεν ήταν νέο, όλοι οι σκεπτόμενοι χριστιανοί το έχουν παρουσιάσει. Το ερώτημα είναι το σε ποιό βαθμό απασχόλησε επίσης τους σκεπτόμενους σύγχρονούς του, και μεταξύ άλλων και τους θεολόγους.

 

Heiberg, Mynster, Sibbern.

 

Ήδη ως νεαρός θα πρέπει ο Κίερκεγκωρ να είχε ακούσει συζητήσεις και αναφορές για τον ιδεαλισμό μέσω του θαυμαστή του J. L. Heiberg, αλλά και μέσω των κριτικών του J. L. Heiberg, του Mynster και του Sibbern. Γνώριζε τις συζητήσεις τους (πρβλ. ΙΙ Α 50 και ΙΙ C 37 του 1937, ΙΙ Α 305 του 1938) (1. Όρα...) και διάβασε τις πραγματείες του Heiberg στο περιοδικό «Perseus», όπου ο Heiberg στο άρθρο «Detlogiske System» («Το λογικό Σύστημα») γνωστοποιούσε το έργο του Εγέλου «Wissenschaft der Logik - Επιστήμη της Λογικής», ως κάτι το οποίο πάλι είχε αναγγελθεί από τον C. F. Sibbern στο «Maanedsskrift for Litteratur- Μηνιαίο περιοδικό για την Λογοτεχνία» (2. Όρα...). Η πολεμική του Sibbern βρισκόταν στην πρόθεση να γελοιοποιήσει και τους δύο, και τον Heiberg και τον Έγελο (βλέπε γνωστοποίηση ΙΙ Α 305), και αυτό δεν διέφυγε του Κίερκεγκωρ (3. Βλέπε...). Το άρθρο πρέπει να ήταν διασκεδαστικό ανάγνωσμα για τον 25ντάχρονο Κίερκεγκωρ· ήδη από την πρώτη σελίδα μπορούσε να βρει ειρωνεία στο πρόγραμμα του Heiberg, το οποίο στον Sibbern ονομάζεται «προς εκλαΐκευση της “Υποθετικής Συλλογιστικής (speculativ)” αντίληψης» για τον δανικό «magelige Sind- νωθρό χαρακτήρα». (4. Βλέπε...) Ο Sibbern άσκησε κριτική στην τοποθέτηση του Hegel πάνω στον Χριστιανισμό και τον άνθρωπο στο σύστημα της ύπαρξης (5. Βλέπε...), και κατέκρινε ότι ο Hegel στην κριτική του για τον Χριστιανισμό δεν έλαβε ως αφετηρία του τον ίδιο τον Χριστιανισμό. (6. Βλέπε...) Αιτιολόγησε [εστίασε] την κριτική του στον φιλοσοφικό όρο του Εγέλου, μνημόνευσε το έργο του «Φαινομενολογία του Πνεύματος», «Εγκυκλοπαιδεία» και «Φιλοσοφία της Θρησκείας» και διαρκώς υπαινίσσεται τον Heiberg και τον Martensen. (7. Βλέπε...) Ο Sibbern έκανε κριτική στην Εγελειανή έννοια του Είναι, Θεός και λογική, (8. Βλέπε...) στην αρχή της Ταυτότητας, στο πρόβλημα της Γνώσης, στην Εγελειανή τριλογία (9. Βλέπε...) μαζί με την Τριαδολογική διδασκαλία εκτός από μία φιλοσοφική θέση· ο Κίερκεγκωρ, αργότερα, το έκανε κατά τον ίδιο τρόπο.

 

Ο Κίερκεγκωρ μελέτησε πιθανότατα την κριτική του Sibbern· σε κάθε περίπτωση παρακολούθησε τις παραδόσεις του περί «Χριστιανική(ς) Φιλοσοφία(ς)» κατά το χειμερινό εξάμηνο 1838-1839 ΙΙ Α 305).

 

Και ο J. P. Mynster εστράφη επίσης κατά του ιδεαλισμού. Η μικρή του πραγματεία «Logiske Bemærkinger om Identitet -Λογικές παρατηρήσεις περί ταυτότητας», την οποία ο Κίερκεγκωρ κατείχε, ασκούσε κριτική «den almindelige Misforstaaelse af Identitets-Loven = την συνήθη παρανόηση περί του νόμου της Ταυτότητας», που ένα μωρό εύκολα μπορούσε να δει. (10. Βλέπε...) Ο Mynster αποστασιοποιούνταν από τον Schelling και συσχετίζονταν μεταξύ άλλων, με τα «Logikkens Elementer, Λογικά Στοιχεία» του Sibbern.

 

Ο Κίερκεγκωρ ήταν ενήμερος με τα τρέχοντα με τις συζητήσεις. Η σπουδαιότερη πάτρια πηγή για πληροφόρηση ήταν, εκτός των παραπάνω, τα περιοδικά «Perseus», και «Maanedsskrift for Litteratur- Μηνιαίο περιοδικό για την Λογοτεχνία», όπως επίσης «Tidsskrift for udenlandsk theologisk Literatur = Περιοδικό για αλλοδαπή θεολογική βιβλιογραφία», το οποίο έφερε μεταφράσεις θεολογικών και φιλοσοφικών πραγματειών. Εδώ μπόρεσε να βρει μία πρόγευση της μετάφρασης της σκεπτικής πραγματείας του J. ller περί της σχέσης του Εγέλου με την χριστιανική πίστη· εδώ βρήκε επίσης την συμβολή του J. Rust στη συζήτηση γύρω από τη σχέση μεταξύ πίστης και γνώσης, όπου οι συγγραφεῖς ήλπιζαν στη συμφιλίωση αλλήλων· εδώ επίσης εκδόθηκε η πραγματεία του C. H. Weisse περὶ τοῦ έργου του Strauss «Jesu Liv». (13. Βλέπε...) Ο Κίερκεγκωρ ανέφερε διαρκώς τα ονόματα αυτών των συγγραφέων. Κυρίως ο λέκτορας H. L. Martensen ήταν εκείνος ο οποίος τον οδήγησε στα εκδοτικά πράγματα των συζητήσεων των ιδεαλιστών περί της σχέσης μεταξύ φιλοσοφίας και χριστιανισμού.

 

J. G. Fichte.

 

          Ο J. G. Fichte ήταν πιθανότατα ο μόνος από τους μεγάλους ιδεαλιστές της «υποθετικής συλλογιστικής» (spekulative idealister), του οποίου τα έργα ο Κίερκεγκωρ διάβασε αρκετά πρώιμα. Πρώτη σημείωση περί αυτού προέρχεται από το ημερολόγιό του της 29ης Σεπτεμβρίου 1834 (Ι Α 22), άλλη είναι σημείωση του επόμενου έτους (Ι Α 68, 77, 231, 252, 302, Ι Β 2, Ι C 50). Ο Κίερκεγκωρ γνώριζε το έργο του Fichte «Die Bestimmung des Menschen, Ο Ορισμός του Ανθρώπου» (Ι Α 68, Ι C 50). Δεν μπορεί κανείς να βρει σημείωση για το αν αυτός διάβασε «Die Anweisung zum seeligen Leben oder auch Religions lehre, Κατήχηση για Μακάρια Ζωή ή, όπως επίσης, Διδασκαλία της Θρησκείας», μολονότι αυτός το διέθετε στη βιβλιοθήκη του, στα «Άπαντα του Fichte». (14. Βλέπε...)

 

          Η έτσι επονομαζόμενη φιλοσοφία της αποστασιοποίησης, της απομόνωσης, της παραμονής στην ιδιαιτερότητα (Isolations-Philosophie) του Fichte αιχμαλώτισε την προσοχή του. «Όμοια με τον Σίμωνα τον Στυλίτη έστεκε ο Fichte πάνω σε ένα τεράστιο ψηλό μυτερό στύλο, ενώ το κατ’ εξοχήν πονηρά ευέλικτο (διαλεκτικό) κίνημα και το πλήθος στέκονταν και θαύμαζε και δεν τον ακολουθούσε, και ορισμένοι προσπαθούσαν να τον ειρωνευτούν (Η Σχολή του Fichte - Den Fichtiske Skole). Την 1η Οκτ. 36» (Ι Α 252).

 


 

[1] Βλέπε τὴν πλήρη αιτιολόγηση στην επόμενη σελίδα: «Και οι δύο σχολές, και ο Πλατωνισμός και ο Εγελιαλισμός πήραν στην συγγραφική δραστηριότητα του Κίερκεγκωρ το όνομα ομάδας Φιλοσοφία, Γνωσι(ολογία) (Erkenntnis)· για τον Εγελιανισμό επιφύλαξε εκτός τούτου τον όρο Spekulation

Ὁ καθηγ. Γιάννης Τζαβάρας χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο: "Χεγκελιανή θεωρησιακή φιλοσοφία (Spekulation)"

============================================================

MYSTICISM (Λεξικὸ ὅρων τοῦ Κίερκεγκωρ τῆς Julia Watkin, σελ. 173-174)

Although Kierkegaard's own relationship with God was eminently through retlection, as he points out himself in The Point of View for My Work as an Allthor-and only a couple of references in his journals might suggcst personal religious experience of God-there are elements in his authorship that point toward the mystical path. That he altacks mysticism in Either/Or through the person of Judge William docs not invalidate this, For Judge William, the mystic is so preoccupied with a relationship to God that he ignores the reality of the world around him, including his ethical duties, The mystic is seen as cocooning himself in a relationship with God consisting of an emotional love that excludes the world and its needs, Mysticism is thus condemned as a narcissistic pursuit that can end in personal tragedy, even suicide, Yet, as the judge is made to admit, what he is attacking is not authentic mysticism hut pseudomysticism or a self-indulgent preoccupation with the idea of God divorced from ethical action. In other words, for such a person the religious has become divorced from the ethical; it has become an aes-
thetic, self-centered pursuit and thus in fact has nothing to do with any form of authentic religiosity, insofar as the ethical is an essential part of the religious life, When one considers some of the statements made by Johannes Cli-
macus, however, in Concluding Unscientific Postscript, particularly with reference to "Religiousness A" and the transition to the "Religiousness B" of Christianity, onc finds many elements that go with the mystical path-for example, self-annihilation of the natural self in the dying to the world (see Death and Dying; Resignation and Self-denial) and emphasis on a personal relationship to God, on the imitation of Christ, and on emhracing suffering as a concomitant of the religious life. One might also add the paradox of sin-that the closer the person is to God,
the more that person finds him- or herself to be the greatest of sinners, So although Kierkegaard is far from being a mystic himself, his language and basic viewpoint concerning Christianity contain characteristics remarkahly akin to the mystic negativity. Even Judge William's account of the self's initial encounter with God in the choice of ethics is something that might hc found in an account of someone's mystical experience, Finally, it can be said that Kierkegaard's personal lihrary contained Christian mystical literature, and his journals show his familiarity with the
Christian mystical tradition.

Αν και η σχέση του ίδιου του Κίρκεγκωρ με τον Θεό χαρακτηριζόταν σε μεγάλο βαθμό από προβληματισμό, όπως εξηγεί ο ίδιος στο «The Viewpoint of My Work as an Allthur» - και μόνο λίγες αναφορές στα ημερολόγιά του υποδηλώνουν μια προσωπική θρησκευτική εμπειρία του Θεού - υπάρχουν στο έργο του Elements που δείχνουν προς το μυστικιστικό μονοπάτι. Το γεγονός ότι στο Either/Or επιτίθεται στον μυστικισμό μέσω του προσώπου του δικαστή William δεν αναιρεί αυτή τη δήλωση. Για τον δικαστή Γουίλιαμ, ο μυστικιστής είναι τόσο απασχολημένος με τη σχέση του με τον Θεό που αγνοεί την πραγματικότητα του κόσμου γύρω του, συμπεριλαμβανομένων των ηθικών του καθηκόντων. Ο μυστικιστής απεικονίζεται ως κάποιος που τυλίγει τον εαυτό του σε μια σχέση με τον Θεό που αποτελείται από συναισθηματική αγάπη που αποκλείει τον κόσμο και τις ανάγκες του. Ο μυστικισμός λοιπόν καταδικάζεται ως ναρκισσιστική επιδίωξη που μπορεί να καταλήξει σε προσωπική τραγωδία ή ακόμα και σε αυτοκτονία. Αλλά ο δικαστής πρέπει να παραδεχτεί ότι δεν επιτίθεται στον γνήσιο μυστικισμό, αλλά στον ψευδομυστικισμό, ή σε μια αυτάρεσκη ενασχόληση με την ιδέα του Θεού που έχει διαζευχθεί από την ηθική πράξη. Με άλλα λόγια, για ένα τέτοιο άτομο το θρησκευτικό έχει διαχωριστεί από το ηθικό. έχει γίνει μια αισθητική, εγωκεντρική επιδίωξη και επομένως στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε μορφή γνήσιας θρησκευτικότητας, εφόσον το ηθικό είναι ουσιαστικό μέρος της θρησκευτικής ζωής. Ωστόσο, αν δει κανείς κάποιες από τις δηλώσεις του Johannes Klimakos στο Concluding Unscientific Postscript, ιδιαίτερα σε σχέση με τη «Θρησκευτικότητα Α» και τη μετάβαση στη «Θρησκευτικότητα Β» του Χριστιανισμού, βρίσκει πολλά στοιχεία που συμβαδίζουν με τη μυστικιστική διαδρομή. , π.χ. Β. η αυτοκαταστροφή του φυσικού εαυτού πεθαίνοντας στον κόσμο (βλ. θάνατος και θάνατος, παραίτηση και αυταπάρνηση) και η έμφαση στην προσωπική σχέση με τον Θεό, η μίμηση του Χριστού και η αποδοχή του πόνου ως παρενέργεια της θρησκευτικής ζωής. Θα μπορούσε κανείς επίσης να προσθέσει το παράδοξο της αμαρτίας - ότι όσο πιο κοντά είναι το άτομο στον Θεό, τόσο περισσότερο αισθάνεται ότι είναι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός. Έτσι, παρόλο που ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ απέχει πολύ από το να είναι μυστικιστής, η γλώσσα του και η βασική του άποψη για τον Χριστιανισμό περιέχουν χαρακτηριστικά εντυπωσιακά παρόμοια με τη μυστικιστική αρνητικότητα. Ακόμη και η αφήγηση του δικαστή Ουίλιαμς για την πρώτη συνάντηση του εαυτού με τον Θεό κατά την επιλογή της ηθικής είναι κάτι που μπορεί κανείς να βρει σε μια περιγραφή της μυστικιστικής εμπειρίας ενός ατόμου. Τέλος, μπορεί να λεχθεί ότι η προσωπική βιβλιοθήκη του Κίρκεγκωρ περιείχε χριστιανική μυστικιστική λογοτεχνία και τα ημερολόγιά του δείχνουν την εξοικείωσή του με τη χριστιανική μυστικιστική παράδοση.

=================================================================

 

Διανοητικὴ Ἐποπτεία (Intellektuelle Anschauung)

Ἄμεση πνευματικὴ κατανόηση τῆς οὐσίας ἑνὸς ἀντικειμένου. Ἐμφανίζεται σὲ στοχαστὲς ποὺ πρεσβεύουν κάποιο μυστικισμό. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐνόραση.
“ ...den Akt, in dem das Ich auf sich selbst reflektiert. Dabei wird im Akt der Anschauung eines Gegenstandes das Ich nicht nur auf sich aufmerksam, sondern erzeugt sich selbst. Dies wird für Fichte und Schelling zum Ausgangspunkt ihrer transzendental-idealistischen Systeme.” (Wikipedia)     
    “Ὁ Κίερκεγκωρ δὲν παραδέχεται τὴ διανοητικὴ ἐποπτεία σὰ χρήσιμη κατηγορία, δὲ θεωρεῖ ὅμως τὴ γνώμη τοῦ Schelling τόσο ἐπικίνδυνη καὶ ὕπουλη, ὅσο τὴ διαλεκτικὴ μέθοδο τοῦ Ἑγέλου. Ἡ διανοητικὴ ἐποπτεία περιέχει κατὰ τὸν Κίερκεγκωρ ἕνα στοιχεῖο ἀόριστου μυστικισμοῦ. Καλύπτει τὶς ἀντιθέσεις, καὶ γι' αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ γίνη, ὅπως τὸ “ἅλμα”, καινούρια ἀφετηρία. “Ὁ Schelling ἔφερε τὸ διαλογισμὸ τοῦ ἐγὼ σὲ στασιμότητα, δὲν ἐννόησε τὴ διανοητικὴ ἐποπτεία σὰν ἀποκάλυψη στοὺς κόλπους τοῦ διαλογισμοῦ -ἀποκάλυψη ποὺ θὰ κατορθωνόταν μὲ ἐξακολουθητική του συνέχιση-, παρὰ σὰν καινούρια ἀφετηρία. Ὁ Ἕγελος τὸ θεωρεῖ τοῦτο λαθεμένο καὶ μιλᾶ πολὺ ἀποδοκιμαστικὰ γιὰ τὴ διανοητικὴ ἐποπτεία -κι' ἔτσι μᾶς ἦρθε ἡ Μέθοδος.” “...παρ' ὅλα ὅσα ἔκαναν ὁ Ἕγελος καὶ ἡ Ἑγελειανὴ σχολὴ μὲ τὴ βοήθεια λέξεων ὅπως: μέθοδος καὶ ἐκδήλωση, γιὰ νὰ κρύψουν αὐτὰ ποὺ ὁ Schelling διατύπωσε πιὸ ἀποκαλυπτικὰ μὲ τὶς λέξεις: διανοητικὴ ἐποπτεία καὶ κατασκευή, πράγμα ποὺ στ' ἀλήθεια ἦταν ἀφετηρία.” (Σ. ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ, Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗ ΤΖΑΒΑΡΑ, ΕΚΔ. ΔΩΔΩΝΗ, ΑΘΗΝΑ 1971, σελ. 206ἑξ. Ὅρα καὶ σελ. 17.)

Διανοητικὴ Ἐποπτεία (Intellektuelle Anschauung = grundsätzliche Meinung, Betrachtungsweise-βασική άποψη, προσέγγιση  ):
ἐποπτεία `θεώρηση΄  γερμ. ῦbersicht
..................................................................................................

.