Τί πιὸ ἐπαναστατικὸ μήνυμα ὑπῆρξε ποτὲ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρώπινης διανόησης ἀπὸ τὸ ξύπνημα τοῦ ὑποκειμένου, ποὺ ἔκανε ὁ Κίερκεγκωρ;
Παρατηροῦμε, μελετώντας τὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ὅτι στοὺς ἀρχαίους λαοὺς ὑπῆρχε συνολικὴ συνείδηση, συνολικὴ ὑπευθυνότητα, συνολικὴ ὑπερηφάνεια. Ὅταν ὑπέπιπτε σὲ σφάλμα ἕνα μέρος κάποιου συνόλου, τὴν εὐθύνη καὶ τὴν τιμωρία τὴν δοκίμαζε τὸ σύνολο καὶ τὰ παρόμοια ἀντίστοιχα καὶ ἀντίθετα. Γιὰ νὰ μὴν μακρηγοροῦμε, παρατηροῦμε ἐξαιρέσεις μόνον στὸ πρόσωπο τοῦ ἀρχηγοῦ. Ὁ ἀρχηγός, π.χ. ὁ Δαβίδ στὴν Π.Δ. μιλοῦσε στὸν ἑνικὸ καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Πολὺ ἀργότερα, παρατηρεῖται ἡ διαφοροποίηση στὸ θέμα τῆς ἁμαρτίας. Παρ’ ὅλην τὴν πρόοδο, ὅμως, στὸν τρόπο ἐπεξεργασίας τῶν φιλοσοφικῶν συλλογισμῶν καὶ στὴν σύνταξή τους, τὰ ὑποκείμενα τῶν ρημάτων ἦσαν οἱ λαοί, οἱ ὁμᾶδες, οἱ οἰκογένειες. Ἀκόμα κι’ ὅταν, ἀπὸ τὸν Καρτέσιο καὶ κατόπιν, ὁ ἄνθρωπος ἐκσφενδονίστηκε ψηλότερα καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος ἐννοοῦνταν ὡς γενικὴ ἰδέα ἀφηρημένη καὶ ὄχι ὡς ὁ καθένας μεμονωμένα. Κάτι τέτοιο θεωροῦνταν ἤ μᾶλλον δὲν θεωροῦνταν, κάτι τέτοιο ἦταν ἀδιανόητο. Ἦταν ἐκτὸς πλαισίου σκέψεως. Οἱ φιλόσοφοι, οἱ θεολόγοι, οἱ ἡγέτες ἀποφαίνονταν ἀφ’ ὑψηλοῦ γιὰ τὸ τί συμβαίνει ἤ γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ συμβαίνει μὲ τὸ σύνολο. Συνεχῶς, ἀδιάλειπτα ὑπῆρχε ὡς τὸ ἀντικείμενο «ὁ ἄνθρωπος». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ σοφιστεῖες, ποὺ γενίκευαν τὶς εὐθῦνες εἰς βάρος τῶν ἀθώων, ἔστω καὶ ἂν οἱ τελευταῖοι ἀποτελοῦσαν τὸ 99,9 %, ἦσαν πάντοτε ὄχι μόνον πιστευτές, ἀλλὰ αὐτονόητες, π.χ. «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Ὁ ἴδιος καταστρέφει αὐτὰ ποὺ τοῦ δίνουν ζωή!»
Καί, ξαφνικά, κάποιος, ὁ Κίερκεγκωρ ἀνακαλύπτει ὅτι τὸ ὑποκείμενο, ὁ κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστά, πρέπει νὰ πάρει τὴν ζωή του στὰ χέρια του. Πρέπει νὰ ἀνεβεῖ στὴν σκηνή τῆς ζωῆς καὶ νὰ πρωταγωνιστήσει, ἔστω κι’ἄν δὲν τοῦ ἔχει δοθεῖ ρόλος.
Ὅλα, ἑπομένως, ξαφνικά, ἀλλάζουν. Ὅλοι οἱ κοινωνικοὶ σχεδιασμοί, οἱ κρατικοί, οἱ οἰκονομικοὶ σχεδιασμοί ἀλλάζουν. Ἔπρεπε νὰ ἀλλάξουν, ἀφοῦ ὁ καθένας ξεχωριστὰ παίρνει τὴν οἰκονομία, τὴν σχέση του στὴν κοινωνία, ὅλα τὰ παίρνει στὰ χέρια του.
Κι’ ὅμως, τίποτε δὲν ἀλλάζει. Ὁλόκληρα κοινωνικο-οικονομικὰ συστήματα, ὅπως ὁ κομμουνισμός, κόντεψαν νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τῆς ἱστορίας, βασισμένα στὶς μάζες, στὰ σύνολα, ὅμως, ὁ ὑπαρξισμός ...δὲν ἐνόχλησε κανέναν.
Γιατί, ὅμως, τὸ Κεφάλαιο δὲν ἀνησύχησε καθόλου γι’ αὐτὸ τὸ ἐπαναστατικὸ μήνυμα;
Μία ἀπάντηση μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξυπνήσει ἕνα ὑποκείμενο, νὰ ξυπνήσουν πολλὰ ὑποκείμενα, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν κίνδυνο γιὰ τὸ κεφάλαιο.
Ἕνα εἶναι βέβαιο. Τὸ κεφάλαιο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μελέτησε ὅσο καμμία Kierkegaard-sociery στὸ κόσμο μέχρι σήμερα, ὅσο κανένας Kierkegaard ἐρευνητὴς δὲν τὸ κατάφερε ἀπὸ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία ἤ καὶ σὲ ἐπίπεδο θεωρητικὰ πανεπιστημιακό, νὰ ἐρευνήσει, νὰ μελετήσει τὶς νέες δυνατότητες καὶ τοὺς ἐνδεχόμενους κινδύνους γιὰ τὸ κεφάλαιο.
Αὐτὸ ποὺ βλέπουμε εἶναι ὅτι τὸ Κεφάλαιο κατάφερε νὰ ἀπομονώσει τὴν ἀρνητικὴ πλευρὰ τοῦ ὑποκειμένου, τὸ ἄτομο καί, ἀφοῦ τὸ χρύσωσε, τὸ μετάλλαξε σ’ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε ὡς «γιάπυ». Τὸ κιερκεγκωρντιανὸ ὑποκείμενο, τὸ ἠθικό, τὸν ἕνα καὶ μόνο, τὸ ἄφησε «ἀδιόρατο», «ἄπιαστο» στὰ χέρια τῶν ἰδεαλιστῶν καὶ πάλι, γιὰ νὰ τὸν γελοιοποιήσουν στὶς βιογραφίες τους, ἤ στὰ λιγοστὰ χέρια τῶν ἐκλεπτισμένα θρησκευομένων.
Οἱ καπιταλιστὲς πρέπει νὰ ἔχουν μελετήσει τὸ θέμα τοῦ ἐκρηκτικοῦ μηνύματος γιὰ τὴν Ἀνάσταση τῆς Ὕπαρξης τοῦ Κίερκεγκωρ. Πρέπει νὰ τὸ ἔχουν λάβει τοὐλάχιστον ὑπόψη. Τὸ μέτρησαν, ὅμως, καὶ εἶδαν ὅτι, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ κηρύγματα ἀπὸ πλευρᾶς ὁμάδων π.χ. ἀναρχικῶν ἤ ἄλλων ποὺ ὀνειρεύονται τὴν ἀνατροπὴ μιᾶς καθεστηκυίας τάξης, ὅπως αὐτῆς τοῦ Νεοφιλελευθερισμοῦ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ αὐτοπραγματωθοῦν μόνοι τους τόσο εὔκολα καὶ σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος, σὲ περιπτώσεις ἀναρχικῶν ἤ ἀπὸ ἀπὸ πλευρᾶς Χριστιανισμοῦ κάποιου «προσώπου», ἐὰν σηκώσει κεφάλι, κόβουν τὸ κεφάλι σὲ κάποιο «ἀτύχημα» καὶ ὁ κίνδυνος ἀποσοβεῖται (κατὰ τὸ «1984»).
Ὁ πραγματικὸς τίτλος τοῦ ἄρθρου εἶναι: Kierkegaard als Wiederentdecker, als Vermittler und Korrektiv und als Kritiker der Systems. Διότι, στὴν πραγματικότητα, τὸ ἐπαναστατικὸ μήνυμα τοῦ Κίερκεγκωρ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κυρίαρχα μηνύματα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μήνυμα-προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.