Ἀγαπητὲ Ἀναγνώστη,
στὴν ἱστοσελίδα αὐτὴ μὴν περιμένεις νὰ δεῖς μιὰ ἀκόμη βιτρίνα, στὴν ὁποία ἐκτίθενται ὡραῖα δημιουργήματα τοῦ καταναλωτισμοῦ (ἀπὸ φορέματα, κοσμήματα κ.λπ. ἕως βιβλία εὐχάριστα προκειμένου νὰ περάσεις ὡραῖα στὸ καράβι γιὰ τὶς διακοπές). Μᾶλλον «ἐργαστήρι» θὰ τὴ χαρακτήριζα. Θὰ μαζέψουμε, μαζύ, ἐὰν τὸ θέλεις, «ἐργαλεῖα», γιὰ νὰ συνεχίσουμε μιὰ δουλειά, ποὺ δὲν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ! Σαφέστατα θὰ ὑπάρχει ντεκὸρ ἀπὸ τὴν πανέμορφη Δανία, κυρίως ἀπὸ τοὺς χώρους τοὺς ὁποίους περπάτησε (στὰ κανάλια, τὶς ἀγορὲς τῆς Κοπεγχάγης Nytorv[1], Nybrogade, Amagertorv [1a], στοὺς ὁποίους ταξείδεψε (Gilleleje[2]), ὅπου σταμάτησε γιὰ νὰ ἐμπνευστεῖ ἀπὸ τοὺς συμβολισμοὺς (Ottevejvinkel στο Gribskov[3]) ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄνθρωπος, ο Søren Aabye Kierkegaard. Ὑπέροχα μέρη! Μπορεῖ ἡ Δανία νὰ εὐτύχησε νὰ ἔχει καὶ ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, ἀλλά, ὡς τόπος, ἦταν εὐλογημένη ἐξ ἀρχῆς. Ὅπως καὶ ἡ Ἑλλάδα. Μπορεῖ νὰ μᾶς εἶναι ἀδιανόητη μιὰ Ἑλλάδα χωρὶς ἕναν Σωκράτη, Πλάτωνα, ἕναν Ἀριστοτέλη, ἀλλὰ εἶναι ἀδιανόητη καὶ χωρὶς τὰ νησιὰ μὲ τὶς ἀκρογιαλιές τους, χωρὶς τὰ φαράγγια τῶν βουνῶν της καὶ, κυρίως, τοὺς πολὺ εὐλογημένους κατοίκους της. A propo, ὅποιος δὲν ἔχει γευθεῖ τὸ χιοῦμορ τῶν, δῆθεν, πολὺ ἁπλοϊκῶν χωρικῶν τῆς Γιουτλάνδης (ἐμεῖς ἔχουμε τοὺς Ποντίους, οἱ ὁποῖοι κυβερνοῦν σήμερα), τότε χάνει πολλά, καὶ ἴσως δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει σὲ βάθος πολλοὺς ἀπὸ τοὺς «Ἀφορισμοὺς» τῶν «Διαψαλμάτων» τοῦ Ζ. Κίερκεγκωρ.
(Τὸ ὄνομά του Søren Aabye Kierkegaard προφέρεται: [ˌsœːɐn ˈkʰiɐ̯g̊əˌg̊ɒːˀ] ( ακούστε):
Søren Aabye Kierkegaard pronunciation: How to pronounce Søren Aabye Kierkegaard in Danish ]
Πρὸς τὸ παρόν, ἡ ἱστοσελίδα αὐτὴ μπορεῖ νὰ συνεισφέρει σὲ μιά ἐπιτηδειότητα τοῦ Ζ. Κίερκεγκωρ, ἡ ὁποία εἶναι ἄγνωστη στοὺς πολλούς. Εἶναι αὐτὴ τοῦ τρόπου, ὄχι τῆς μεθόδου (κάθε μέθοδος ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ φιλοσοφία του), μὲ τὸν ὁποῖο ἑρμήνευε τὴν Ἁγία Γραφή. Ὁ Ζ. Κίερκεγκωρ ἦταν, πρῶτα, Χριστιανός. Παράφορα Χριστιανός. Ζοῦσε γιὰ τὸν Χριστό.
Στὴν προσπάθειά του νὰ μεταδώσει τὸν Χριστιανισμό χρησιμοποίησε, ὡς ἐργαλεία του, τὴ φιλοσοφία, τὴν ψυχολολογία κ.ἄ. Ὡς βάση εἶχε, βέβαια, τὴν Ἁγία Γραφή. Σημειωτέον ὅτι ἐπέλεγε τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Δὲν ἀκολουθοῦσε δηλ. πάντοτε τὴ δανέζικη μετάφραση, τὴ βασισμένη στὴ γερμανικὴ μετάφραση τοῦ Λουθήρου. Ἤξερε πολύ καλὰ ἑλληνικά, λατινικά βέβαια (εἶχε γράψει τὴν διδακτορική του μὲ θέμα τὴν ἔννοια τῆς Εἰρωνίας, στὰ Λατινικά), ἀλλά καὶ τὰ ἑβραϊκά του τὸν βοηθοῦσαν στὶς ἐπιλογές του αὐτές. Περαιτέρω, προκειμένου νὰ δώσει τὴν εἰκόνα τῆς Χριστολογίας του (τὸ πῶς ἔβλεπε τὸ Δόγμα γιὰ τὸν Χριστό), ἑρμήνευσε τὰ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦσαν τὸ θέμα αὐτό. Ἑρμήνευσε δηλ. τὴν Ἁγία Γραφή.
Ἡ Ἑρμηνευτική, γενικά, ὡς Ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας, εἶναι πολὺ μεγάλη καὶ πολὺ σπουδαῖα. Σὺν τοῖς ἄλλοις, καθρεφτίζει τὴ Θεολογία, ποὺ διέπει ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἑρμηνεύει. Ὅλα ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς θεολόγους στὸ θέμα αὐτό συγκλίνουν στὴν ἀναζήτηση κάποιας «ὀντολογικῆς μεθόδου» στὶς ἑρμηνεῖες τοῦ Κίερκεγκωρ. Πρέπει, ὅμως, ὁ ἀγαπητὸς ἀναγνώστης νὰ εἶναι προσεκτικός, διότι πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀναλύσεις αὐτὲς ἔχουν σχέση καὶ μὲ τὸ ποιὸς τὶς συνέταξε, σὲ ποιὰ Ὁμολογία ἀνήκει. Ὑπάρχουν, ἐξ ἄλλου, καὶ «συνεχιστὲς» τοῦ Κίερκεγκωρ, οἱ ὁποῖοι, φέρουν μὲν σχετικὰ ὀνόματα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν πραγματικὴ σχέση μαζύ του. Τὸ θέμα, δηλ. δὲν εἶναι, στὸ σημεῖο αὐτό, καὶ τόσο ἁπλό.
Ἀγαπητὲ Ἀναγνώστη,
Ἐγὼ μπορῶ νὰ συνεισφέρω σ' αὐτὸν τὸν τομέα, ποὺ προανέφερα. Καὶ ἴσως καὶ σὲ κάτι ἄλλο. Ἐσὺ μπορεῖς νὰ φέρεις ἐδῶ ὅ,τι νομίζεις ὅτι θὰ βοηθήσει στὸ ἔργο, ποὺ ἄφησε ἀτελείωτο ὁ μεγάλος αὐτὸς χριστιανὸς στοχαστής. Στὸ νὰ γίνει κανεὶς χριστιανός, ἀλλὰ καὶ νὰ παραμείνει.
Δὲν εἶναι προϋπόθεση νὰ εἶναι κάτι ἀμιγῶς θεολογικό. Καὶ μόνον ἐπειδὴ θὰ ἔχει σχέση μὲ τὸν Κίερκεγκωρ, ἀπὸ θέση, ἀπὸ τὴ φύση του, ἀπὸ μόνο του, θὰ εἶναι θεολογικό.
Καὶ χιοῦμορ, ἐπίσης, εἶναι καλοδοχούμενο! Έχει και αυτό τη θέση του!
ΥΓ. Ὁ Κίερκεγκωρ πρέπει νὰ γίνει πιὸ προσιτός. Οἱ δύσκολες σκέψεις πρέπει νὰ ἐξηγηθοῦν, ἀλλὰ μὲ ὀρθὴ εἰσαγωγή. Δὲν πρέπει νὰ παρασυρόμαστε ἀπὸ μιὰ πρώτη ἀδυναμία πρόσβασης στὶς σκέψεις του, ἀλλὰ νὰ δοῦμε τὸ δέλεαρ ποὺ τὶς προκαλεῖ, ποὺ τὶς δημιουργεῖ. Εἶναι, ὅταν ἀγγίζει κανεὶς τὰ ἄκρα τῆς σκέψης καὶ τῆς ζωῆς ποὺ κάνει τὸ κείμενο νὰ εἶναι πραγματικὰ παθιασμένο. Σκέψεις μπροστὰ στὰ θέματα κινδύνου, θανάτου, αἰωνίου.
Ἄς προσθέσουμε σὲ αὐτὸ τὸ ὅτι εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους πεζογράφους τῆς Σκανδιναβίας, ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις μεγαλύτερους γλωσσοπλάστες ὅλων τῶν ἐποχῶν, ποὺ ἔνανε μιὰ «φτωχὴ γλῶσσα» παγκόσμια γλῶσσα! Δὲν εἶναι ἀρκετὰ δελεαστικό;
Γεώργιος π.Ἀθαν. Ρούκαλης
Σ. Κίερκεγκωρ, Ἰούνιος 1851.
“Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐγὼ ἐξέλαβα ὡς σκοπὸ τῆς δραστηριότητάς μου ὡς συγγραφέα, εἶναι πλέον ἕτοιμο. Ὁ σκοπός μου ἦταν ἕνας καὶ μόνον: νὰ φέρω σὲ θεολογικὴ συζήτηση τὴν σκέψη τῆς θρησκευτικότητας. Ἡ σκέψη μου αὐτὴ διατρέχει καὶ ἐκτείνεται ἀπὸ τὸ “Εἴτε-Εἴτε” μέχρι τὸ Ἰωάννη τῆς Ἀντικλίμακος[ποὺ σημαίνει μέχρι τὴν “Ἐξάσκηση στὸν Χριστιανισμό”, δηλ. ἀπὸ τὴν πρώτη ἕως τὴν τελευταῖα συγγραφή του μὲ ψευδώνυμο, 1843-1850]. Αὐτὸ τὸ καθῆκον μὲ ἀπασχόλησε ἀτελείωτα, διότι μὲ ἀπασχόλησε θρησκευτικά. Τὸ ἐξέλαβα ὡς μία ὑποχρέωσή μου, ὡς μία εὐθύνη ποὺ ἐπαφίονταν ἐπάνω μου, ποὺ ἐναπέκειτο σὲ μένα αὐτὸ τὸ συγγραφικὸ ἔργο νὰ τὸ φέρω εἰς πέρας. Τὸ κατὰ πόσον κάποιος θὰ ἤθελε νὰ τὸ ἀγοράσει ἤ νὰ τὸ διαβάσει, ποσῶς μὲ ἐνδιέφερε, μὲ ἄφηνε ἀπείρως ἀδιάφορο.
Ἔτσι ἐχόντων τῶν πραγμάτων, σκέφτηκα νὰ ἐγκαταλείψω τὸν κονδυλοφόρο μου καί, ἀντ' αὐτοῦ, σὲ περίπτωση ποὺ κάτι θὰ ὄφειλα νὰ κάνω μετά, νὰ χρησιμοποιήσω τὰ κηρύγματα, τὶς ὁμιλίες, τὸ στόμα μου, καθὼς ἐγὼ δηλαδὴ θὰ ἀπευθυνόμουν ἄμεσα στοὺς συγχρόνους μου, μὲ σκοπὸ νὰ κερδίσω, κατὰ τὸ δυνατόν περισσότερους, ἀνθρώπους.[Γι' αὐτὸ ἔγραφε, ἐπώνυμα πλέον, αὐτὰ ποὺ ἤθελε νὰ πεῖ, ὅμως σὲ στὺλ προφορικοῦ λόγου στὶς ἀνάλογες περιστάσεις, δηλ. μὲ Ὁμιλίες, μὲ Κηρύγματα, μὲ ὀνόματα ὅπως “Ἐποικοδομητικὲς ὁμιλίες”, “Μὲ ἀφορμὴ μία ἐξομολόγηση”, “Ὁμιλία μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο”, “ὁμιλία γιὰ τὴν κοινωνία τὸ ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς” κ.ἄ. Σημ. τοῦ μεταφρ.]
Γι' αὐτό, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ κερδίζεις ἀνθρώπους, ἡ πρώτη προϋπόθεση εἶναι, ὅτι ἡ μετάδοση τοῦ μηνύματος θὰ ἔρχονταν στὴν ἀντίληψή τους ἔτσι, ὥστε θὰ ἀποσποῦσε τὴν προσοχή τους. Ἑπομένως, θὰ πρέπει φυσικά νὰ ἐλπίζουμε, ὅτι αὐτὸ τὸ μικρὸ βιβλίο θὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερων.
Θὰ μοῦ ἦταν ἰδιαίτερα ἀξιαγάπητο, ἐάν, σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος, ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα, ἐπαναλαμβάνω ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ θέμα -θὰ ἤθελε νὰ βοηθήσει στὴν διάδοση αὐτοῦ τοῦ βιβλιαρίου. Καὶ ἀκόμα περισσότερο, ἐὰν ἤθελε νὰ συμβάλλει στὴν διάδοση τοῦ ὀρθὰ κατανοημένου περιεχομένου του.
Μιὰ ἐπείγουσα παράκληση στὸν ἀναγνώστη: διάβασε, κατὰ τὸ δυνατόν, μὲ δυνατὴ φωνή. Παρακαλῶ τὸν καθένα, τὸν καθένα ποὺ θὰ τὸ ἔκανε τὸν εὐχαριστῶ πολύ. Τὸν καθένα ποὺ τὸ κάνει καὶ παρακινεῖ καὶ ἄλλους σ' αὐτό, τὸν εὐχαριστῶ πάλι καὶ πάλι.
Καὶ κάτι ἀκόμα. Δὲν χρειάζεται οὔτε κἄν νὰ τὸ πῶ, ὅτι δὲν ἀνήκει στὶς προθέσεις μου νὰ κερδίσω ἀνθρώπους, προκειμένου νὰ ἱδρύσω κάποιο κόμμα, κάτι τὸ κοσμικό, νὰ δημιουργήσω κάποια αἰσθησιακὰ νοούμενη ἑνότητα. Ὄχι, ἡ μόνη ἐπιθυμία μου εἶναι νὰ κερδίσω τοὺς ἀνθρώπους, κατὰ τὸ δυνατὸν ὅλους, κάθε ἕναν ξεχωριστά, νὰ τοὺς κερδίσω γιὰ τὸν Χριστιανισμό."
(Σ. Κίερκεγκωρ, Ἰούνιος 1851. Σχέδιο “Εἰσαγωγῆς” στὸ “Πρὸς αὐτοέλεγχον...”,
ἀπὸ τὰ Pap. X 6 B 4,3. (Πρόχειρη μετάφραση).)
.........
(Ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη προσωπικὴ μαρτυρία τοῦ Κίερκεγκωρ γιὰ τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό, στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του.) (Pap.Χ6Β29.8ff Μετάφραση (στὸ πρῶτο πρόσωπο καὶ ὄχι στὸ τρίτο ποὺ εἶναι γραμμένο στὸ βιβλίο του «Πρὸς αὐτοέλεγχο...»)
“Μπροστὰ στὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἀποκτήσω σχέση μὲ τὸν Θεό [τί θὰ μποροῦσα νὰ κάνω]; Ὤ! Μὰ αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά μου, ἡ εὐτυχία μου. Δὲν μὲ ἐνδιαφέρει οὔτε ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη οὔτε καὶ τὸ κοινό της ἤ ἡ σύγκριση μὲ τὰ ἄτομα ἐδῶ σ' αὐτὸν τὸν τόπο, οὔτε κόπτομαι γιὰ νὰ γίνω ὑπουργός κ.λπ., προκειμένου νὰ ἔχω ἁπλῶς τὸ δικαίωμα νὰ ἔχω σχέση μὲ τὸν Θεό. Φυσικά -καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα- τοῦτο θὰ σήμαινε ὅτι θὰ μὲ ἀποδοκίμαζαν χωρὶς ἐξαίρεση καθημερινά, ἐν τούτοις ὅμως, ἔχοντας σχέση μὲ τὸν Θεό -γεγονὸς βέβαια κατὰ τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὸν Χριστιανισμό, εἶναι δικαίωμα δικό μου, ὅπως καὶ τοῦ καθενός ξεχωριστά, ἐφόσον θὰ εἶχα σχέση μὲ τὸν Θεό, ἔτσι [αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι] θὰ πρέπει νὰ ἐξοικειωθῶ καὶ μὲ τὸ ὅτι ἡ κλήση αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόλυτη, ἄνευ ὅρων. Ἐὰν ἡ κλήση δὲν εἶναι ἡ ἀπόλυτη, τότε δὲν ἔχω νὰ κάνω μὲ τὸν Θεό, παρὰ μόνον μὲ αὐτόν τὸν ἀσφυκτικὰ πνιγόμενο: «τὸν ἄλλο», μὲ ἐμένα τὸν ἴδιο, μὲ τὸ κοινό κ.λπ. Ὄχι, ὄχι, ὦ Θεέ μου ἐν τοῖς Οὐρανοῖς, ἐφόσον ἔτσι εἶναι, τότε, μὴν ἀνακαλεῖς ποτὲ τὴν ἀπόλυτη πρόσκληση! Εἶναι ἀλήθεια, αὐτὴ μὲ συνθλίβει συνεχῶς ἤ μὲ ἀπορρίπτει, μὲ ἀποδοκιμάζει, μὲ ἐξαντλεῖ πολλὲς φορές, μέχρις ἀπογνώσεως τόσο, ποὺ αὐτὸ μὲ κάνει κατώτερο καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὁ πιὸ ἄθλιος φουκαρᾶς: ὦ, ὅμως, ἐν τούτοις ἔχω ἀκόμα σχέση μαζί σου. ὦ Θεέ! ”
"Σὲ περίπτωση ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ Σὲ 'δῶ, Θεέ μου, νὰ μιλῶ μαζί Σου ὅπως μιλῶ σὲ ἕναν ἄνθρωπο “πρόσωπο πρὸς πρόσωπο”, σὲ περίπτωση ποὺ θὰ μοῦ ἔκανες τὴν τιμὴ νὰ μιλήσεις μαζί μου, καὶ μοῦ ἔλεγες: “ἐὰν [συνειδητοποιοῦσες ὅτι] ἐγώ τώρα, σύμφωνα μὲ τὴν φύση μου, ἐὰν ἔστρεφα ἔτσι γρήγορα τὴν ματιά μου πάνω σου ἤ πάνω σὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ἀκόμα καὶ πάνω σὲ κάποιον μὲ τὴν πιὸ εἰλικρινής ἀνθρώπινη φιλοδοξία, ὅτι αὐτὸς τότε, τὴν ἴδια στιγμή, θὰ γινόταν ἕνα μηδέν, μιὰ δυστυχία, μιὰ βδελυγμία, [ἐὰν τὸ συνειδητοποιοῦσες αὐτό] τότε θὰ μποροῦσες (σὲ περίπτωση ποὺ ἐπαφίεντο σὲ σένα νὰ διαλέξεις, κατὰ πόσον θέλεις ἤ ὄχι), τότε θὰ μποροῦσες νὰ θέλεις νὰ ἔχεις σχέση μαζί μου, νὰ μὲ ἀγαπᾶς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά.”
Ὦ Θεέ μου, μὴ μοῦ μιλᾶς. Τὸ νὰ ἀκούσω τὴ φωνή Σου θὰ ἦταν τὸ ἴδιο καταστροφικὸ ὅπως καὶ ἡ ματιά Σου. Καὶ ἐν τούτοις, ἐὰν ἤσουν ἀλλιῶς, ἐὰν δὲν ἤσουν τὸ Ἄπειρο, τότε πῶς θὰ μποροῦσε ἕνας ἄνθρωπος νὰ Σὲ ἀγαπήσει μὲ ὅλη του τὴν καρδιά; Ἐὰν εἶσαι ἀκριβῶς Ἐκεῖνος, ποὺ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο, προκειμένου νὰ σ’ ἀγαπήσει. Ὅπως ἔτσι ἔγινε καὶ μὲ ἐμένα, ποὺ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο βοηθήθηκα, βοηθήθηκα δηλ. σ’ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν φύση τὴν ἴδια δὲν ἀνῆκε στὴ διάθεσή μου. Σ’ αὐτὸ ποὺ ἐγώ, ἔστω καὶ ἐὰν ἡ ἐπιθυμία μου, ἡ διάθεσή μου ἦταν τόσο μεγάλη. Άλλιῶς, ποτὲ δὲν θὰ μοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ ἐμπιστευθῶ τὸν ἑαυτό μου.
Καὶ βοηθήθηκα, μὲ τὸ νὰ ἔχω διδαχθεῖ[ἀπὸ τὸν πατέρα του, σχόλιο τοῦ μτφρ.], ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ Σ’ ἀγαπάει !
Βέβαια, εἶναι ἀλήθεια, ὑπάρχει κάτι τὸ τρομερὸ σ’ αὐτὴν τὴν ἐκμηδένιση-ἐξόντωση· βέβαια εἶναι ἀλήθεια, ὑπάρχει πόνος σ’ αὐτό, στὸ νὰ μὴν μπορῶ νὰ Σὲ στερηθῶ, καὶ στὸ νὰ βλέπω ὅτι τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ τὸ βλέμμα Σου πέφτει ἐπάνω μου, τότε ὅλες οἱ ἐπιδιώξεις τῆς ζωῆς μου, ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ εἰλικρινής ἡ πιὸ ἀκέραιη μισὴ ὥρα, ποὺ ἔζησα, εἶναι ἕνα τίποτα, μιὰ κακομοιριά, μιὰ βδελυρότητα -φυσικὰ εἶναι ἀλήθεια, αὐτὸ ἔχει μέσα του πόνο!
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μοῦ εἶναι δυνατό νὰ Σὲ στερηθῶ, νὰ στερηθῶ τὸ ὅτι εἶμαι ἐδῶ γιὰ Σένα, νὰ στερηθῶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Σου, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μου. Ἄν τὸ βλέμμα σου ἀμέσως καταστρέψει ὅλα ὅσα εἶναι δικά μου, ἔτσι ὥστε μόνο τὸ δικό Σου ὡς ὑπόλοιπο ἀπομένει, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ζωή μου, διότι τὸ ἀντίθετο γιὰ μένα θὰ ἦταν ὁ ἀπόλυτα ἀβάστακτος πόνος ἤ θὰ ἦταν ὁ θάνατος. Ἐτσι τότε ἡ ἐπιλογή μου ἔχει τελειώσει, ἀκόμα κι’ ἂν δὲν θὰ ἦταν ἀπαραίτητη: ἐπιλέγω τὸν πόνο, τὴν ἐξόντωση, ὦ Θεέ μου, πρᾶγμα ποὺ αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπιλέγω νὰ εἶμαι ἐδῶ-παρὼν γιὰ Σένα, ὦ ἄπειρη ἀγάπη.
Καί, τέλος, μαθαίνω καλά (ἤ μαθαίνω ὅτι θὰ ὄφειλα νὰ μάθω) καὶ νὰ ἀγαπῶ μάλιστα αὐτὴν τὴν ἐξόντωση, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ μόνο ποὺ μαθαίνω μέσα ἀπὸ αὐτὸ εἶναι τὸ τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἐκμηδένιση, σημαίνει δηλ. ὅτι ἔχω σχέση μὲ Ἐσένα καὶ τὴν ἀγάπη Σου. Μαθαίνω (ἤ μαθαίνω ὅτι θὰ ὄφειλα νὰ μάθω) ν’ ἀγωνίζομαι μὲ προθυμία καὶ ἀνυπομονησία, ὦ, ὥστε, παρ’ ὅλα αὐτά, νὰ ἔχω, τρόπον τινά, κάτι ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ καταστραφεῖ, καὶ ἔτσι ἡ εὐδαιμονία τοῦ ἀφανισμοῦ θὰ ἦταν ἡ μεγαλύτερη, ὅταν νιώθω ὅτι μπροστά Σου δὲν ὑπάρχει παρὰ ἕνα τίποτα, μιὰ δυστυχία ἀποκρουστική. Εὐλογημένος ἐνθουσιασμός.»
http://www.youblisher.com/p/1880746-Kierkegaard-s-Papirer/
Ω άπειρη αγάπη
Στοργικέ μου πατέρα, όλα πάνε στραβά για μένα· και όμως εσύ είσαι αγάπη. Έχω αποτύχει ακόμη και να το θυμάμαι και να κρατιέμαι από αυτό, το ότι αγαπάς· παρ'όλα αυτά όμως εσύ αγαπάς. Όπου και αν στρέφομαι, όπου και αν γυρίζω, το μόνο πράγμα που δεν μπορώ να απαρνηθώ, είναι, το ότι αγαπάς, και γι' αυτό πιστεύω, ακόμα κι αν δεν έχω διατηρήσει την πίστη-την πεποίθηση, ότι αγαπάς, ότι μέσω της αγάπης το επιτρέπεις, το να είναι έτσι, ω άπειρη αγάπη. (Οι προσευχές, Κίερκεγκωρ, Ημερολόγια.)
:::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Τα θέματα που αφορούν τα μύχια, τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, δεν εκφράζονται, δεν μπορούν να μεταδοθούν «άμεσα» στους συνανθρώπους μας, παρά μόνον «έμμεσα»· με «πλάγιο λόγο». Και ανάλογα με τις «χορδές» που θα αγγίξουν, που θα ευαισθητοποιήσουν, θα υπάρξει ανταπόκριση.
Γι’ αυτό και ο Θεός, κατεβαίνοντας στον κόσμο μας, πήρε μορφή απλού, σύγχρονου ανθρώπου, ήρθε Inkognito, γεγονός που του επέτρεψε να μας διδάξει με τις πράξεις του, τους λόγους του, τη ζωή του, τον τρόπο που θα μας επέτρεπε να νικήσουμε τον εαυτό μας, να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες μας προκειμένου να σωθούμε! Και όσοι, παρ’ όλα αυτά, δεν «πεισθήκαμε», μας παρότρυνε να ΠΙΣΤΕΨΟΥΜΕ ! Με την ελεύθερη βούλησή μας, το ανεπανάληπτο δώρο στον άνθρωπο! Με την Πίστη μας διασφαλίζομε την ελευθερία μας! Ο κάθε άνθρωπος με την επίκληση του Δημιουργού μας για σωτηρία, εννοεί: «Θεέ μου, μαγνήτισέ μας,» δηλ. «κάνε το θαύμα σου»! Όμως ο λυτρωτής μας εννοεί, ότι πρέπει ο εαυτός μας να κάνει, με την ελεύθερη βούλησή του, το άλμα στην πίστη, ως ανταπόκρισή μας στην πρόσκλησή του για ταυτόχρονη βίωση του παρόντος μαζί του, για την αναγέννησή μας!
Κυρίως, όταν πρόκειται για θέματα Πίστεως, άλλος «τρόπος» εκτός από τον «πλάγιο λόγο, τον έμμεσο» δεν υπάρχει! Ή, μάλλον, κάποιος, πίστεψε ότι βρήκε, και αγωνίστηκε σ’ όλη του την ζωή, να τον εφαρμόσει, γράφοντας πολλά παραινετικά για την πίστη βιβλία, με συμβολικά ψευδώνυμα, γεμάτα ποιοτικά ποιήματα γεμάτα με πρωτόγνωρο χιούμορ ή απαλή ειρωνεία, ανάλογα με τις ανάγκες και τον στόχο του θέματος, αλλά και με δύσκολα μηνύματα, λέξεις, προτάσεις προκειμένου να αναγκάσει τον αναγνώστη για να προσπαθήσει και πάλι προκειμένου να εμβαθύνει, να μελετήσει το θέμα, π.χ. «Hineintäuschen in das Wahre»! Ξεγελώντας παρασύρω στο Αληθινό ! Αίνιγμα: Ποιος ήταν αυτός ο Χιουμορίστας; Ο μεγαλύτερος χιουμορίστας μεταξύ των φιλοσόφων; (Κάποιος έλεγε ότι ο Μάρξ ανέτρεψε τον Έγελο! Ὁ, περὶ οὗ ὁ λόγος, τον Κατέστρεψε!)
[1α](φωτο, δανεισμένη ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα FB "Παλιὰ Κοπεγχάγη"). Mετὰ ἀπὸ 50 χρόνια. Λήψη ἀπὸ τὸ πιὸ ψηλὸ μέρος τοῦ Κοινοβουλίου